Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Της έδειξα τα θεμέλια, τα μαυρισμένα από την καπνιά, το μικρόν κήπο που είχε παραμεληθεί κ' ένα σωρό μαδέρια έξω στην αυλή. Είτανε καμένα, σαπισμένα και φαγωμένα. Αυτό είταν όλο που έμενε από την πρώτη μας κατοικία. — Θάπιασε φωτιά, είπα. Κ' η φωνή μου έτρεμε. — Καμένο μέρος.
Τι λες, Ταλμούχ, μου είπεν ο ευνούχος είνε εύμορφη ετούτη η κατοικία; ναι, μου αρέσει κατά πολλά, του απεκρίθηκα εγώ· ας είναι, ακολούθει μοι, μου εξαναείπεν αυτός.
Να βρίσκη χώρα σ' ολουνούς· παντού συντροφευμένο, 25 Σε κάθε σπίτι αγαπητό, και περιποιημένο. Η μαύρη Αλήθια από καιρούς και χρόνια εξορισμένη, Από τον κόσμο μισητή, κι' όξω απ' αυτόν κρυμμένη, Σ' ανήλιον τόπο ανάμερον, και σε πυκνό σκοτάδι, Είχε αποκάμη κατοικιά μέσ' σε βαθύ πηγάδι. 30 Μήτ' αποκείθε εκόταγε να βγη σε ημέρας φέξι, Με δίχως κίντυνο άφευχτο, χωρίς βαργιά να φταίξη.
Και μ' ένα είδος πόθου να ξακολουθήσουμε ό,τι αρχίσαμε, αποφασίσαμε να περάσουμε αντίπερα, στην κατοικία του δεύτερου καλοκαιριού, σ' ένα κόκκινο σπιτάκι, που το θυμόμαστε στην άκρη του δάσους, σ' ένα μικρό λιβάδι, όπου αποκοιμίζαμε το πρώτο μας παιδί μέσα σ' ένα λευκό πλεχτό καροτσάκι κάτω από το γαλάζιο σκέπασμα. Περάσαμε τώρα εκεί με τη βάρκα και ξέραμε πως θα βρούμε μια έρημη ακρογιαλιά.
Είτανε μια κατοικία με πολλές μεγάλες κάμαρες, με στραβωμένα παράθυρα, με λεκιασμένους τοίχους και μεγάλες βεράντες παλαιού ρυθμού, μια στενόμακρη, που έβγαινε στην αυλή, και μια μικρότερη, που είχε θέα προς έναν κήπο με χορταριασμένους δρόμους κι ακλάδευτα φραουλόθαμνα, προς τις βελανιδιές μακριά και τον ήσυχο φωτεινόν κόλπο, που τριγυρισμένος όπως είταν από την πρασινάδα έμοιαζε μ' ατάραχη λίμνη.
Δεν είνε παραμύθια . . . Είνε σωστή αλήθεια. Κι' απόδειξις μεγάλη εις όσα λέγω είνε Ο κλασικός ο Σλήμαν κι' αι κλασικαί Μυκήναι. Ιδού! εις ένα μέρος κατάξηρον και στείρον, Που είνε κατοικία πολλών αγριοχοίρων, Ο Σλήμαν λίγο σκάπτει, Και θησαυρούς ξεθάπτει.
Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.
Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235 να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα, άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν, ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα, την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240 και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη 'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν