United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

Το συγγενολόγι του κυρ Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν. Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Είταν οι πόνοι της άνομής της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθή το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάννα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.

Η νεροπεριχυμένη Λαμία χάνουνταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες και στου στενόμακρου απέραντου κάμπου την πρασινισμένη στρώση.

Και ύστερον από ένα μακρόν πόλεμον ανάμεσόν τους, ο βασιλεύς της Γάζνας έμεινε φονευμένος μαζή με όλον του το στράτευμα, και ο Σουλτάνος έμεινε νικητής και αυθέντης όλου του κάμπου και του πολέμου.

Ενθυμούμαι μόνον τας πορτοκαλέας ανθισμένας, και ευώδη τον αέρα, και τα κελαδήματα των πτηνών, και το τρίξιμον του μαγγανοπηγάδου, και τον γέροντα κηπουρόν καθαρίζοντα των δένδρων τας ρίζας, και την θέαν του Κάμπου και της θαλάσσης από του εξώστου του πύργου μας. Ταύτα μόνον ενθυμούμαι.

Πρώτη φορά θωρούσαν τον κόσμο κ' ήθελαν όλα να τα πούνε, να τα πουν όλα με μιας. Οι μεγαλοπολίτες όμως λαλούσαν τη γλώσσα που λαλούνε στους κάμπους και στα βουνά. Έτσι, λέω, να το πιάσουμε και μεις γιατί κ' η ψυχή της Ρωμιοσύνης πώς θα κάμη, πώς θα φανή, αν της σηκώσουμε τη φυσική λαλιά της; Φτάνει να μας αφήσουν ήσυχους οι δασκάλοι και να μη χαλνούν τη γλώσσα του κάμπου και του βουνού.

Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.

Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαιτον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.

Τ' είν' αυτό που ασπρίζει; — Είναι χέρια. Δεν βλέπεις; Δυο χέρια γυμνά που κτυπούν το χώμα. — Δεν ακούς; — Ακούω. Ο άνεμος βογγάει μέσα στο πένθος του κάμπου. — Όχι, δεν είν' ο άνεμος. Η φωνή φωνάζει κάποιον να βγη απ' το χώμα : «Έλα! Έλα !. .. » Τον φωνάζει. — Ναι, ακούω τώρα. Φωνάζει: «Έλα! Έλα.... Τα χέρια κτυπούν το χώμα. Τα μαλλιά σέρνονται χάμω. Η φωνή φωνάζει: «Έλα ! Έλα....»

Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια, τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' από τ' άλλο.