United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θα πράξετε τούτο; τότε ημείς πιεζόμενοι ή θα εγκαταλείψωμεν την χώραν, ή μένοντες θα παραδοθώμεν διά συνθήκης, διότι τι δυνάμεθα να πράξωμεν εάν δεν θελήσετε να μας βοηθήσετε; Αλλά τότε δεν θα πάθετε και υμείς ολιγώτερα, επειδή ο Πέρσης ήλθεν ου μόνον δι' ημάς αλλά και διά σας, ουδέ αφού καταστρέψη ημάς θα σας αφήση ησύχους.

Και λέγουν βεβαίως την αλήθειαν, Σιμμία· εκτός τούτου μόνον, ότι οι Θηβαίοι ηξεύρουν τούτο, εν ώ δεν ηξεύρουν βεβαίως πως οι αληθινοί φιλόσοφοι επιθυμούσι τον θάνατον και πως τους αξίζει ο θάνατος. Αλλ' αφ' ού αφήσωμεν ησύχους τους Θηβαίους, ας ομιλήσωμεν, είπε, μεταξύ μας· νομίζομεν ότι ο θάνατος είναι κανέν πράγμα; Βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας διακόψας.

Προσευχόταν απορροφημένος, αλλά, όταν ο Έφις του άγγιξε ελαφρά το καπότο έστρεψε έκπληκτος στην αρχή, έπειτα βίαιος, χωρίς να αναγνωρίσει το ζητιάνο. «Στο διάολο! Ούτε εδώ δεν μας αφήνετε ήσυχους;» «Ντον Πρέντου, αφεντικό! Είμαι ο Έφις, δεν με αναγνωρίζετε

Θυμούμαι τις γιορτές με τις γιρλάντες τάνθη, τους στίχους, τις φράουλες και το κρασί, τους μακρινούς ήσυχους περίπατους στο δάσος των ελατιών, που ανοιγότανε σ' ένα ηλιοφωτισμένο φιόρδ και θυμούμαι το βαρκάρη, που μας συνόδευε στις θαλασσινές εκδρομές και το πρόσωπό του με τα ψαρά γένια γελούσε μ' όλους μας. Τι σύντομο που είταν αυτό το καλοκαίρι και πόσο γλήγορα ήρθε ο χειμώνας!

Ήθελε μ' άλλους λόγους να μην τους ερεθίζη τους Εθνικούς, μόνο να τους φυλάγη ήσυχους, για να μπορέση ναποτελειώση ειρηνικά τη μεγάλη επιχείρηση που λογάριαζε ο νους του. Πού να τα ονειρευτή όμως ο θετικός εκείνος νους τα βάσανα που του μαγείρευε η σοφιστική μανία της αρχαιότητας, κι όχι πια με την παλιά της μορφή, παρά κρυμμένη μέσα στης νέας θρησκείας τα ράσα!

Αν συ δεν έχεις καιρόν να εργασθής όπως πρέπει, νομίζεις ότι έχομεν καιρόν ημείς να σε κρίνωμεν όπως πρέπει; Συ βιάζεσαι να παραγάγης, και ημείς βιαζόμεθα ν' απολαύσωμεν. Αλλά παράγεις και συ κακώς και ημείς κακώς απολαύομεν· αδιάφορον· το σπουδαίον είνε να τελειόνωμεν γρήγορα. Κάμε ό,τι θέλεις και άφινέ μας ησύχους.

Και εις αυτούς, οι οποίοι είναι τέσσαρες, ας αντιτάξωμεν ως αντιθέτους άλλους τέσσαρας, τον ανόητον, τον δειλόν, τον ακόλαστον, τον νοσηρόν. Και λοιπόν όποιος γνωρίζει τον σώφρονα βίον θα δεχθή ότι είναι μειλίχιος εις όλα και ότι δίδει ησύχους λύπας και ησύχους ηδονάς, και μαλακάς επιθυμίας και έρωτας όχι μανιώδεις.

Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανώλης, τελευταίος ελθών, ήτο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους αφήση ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανώλης εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να απέλθη. Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβη πέρας, και όπως ευπροσώπως εξέλθη εκ της δυσχερούς θέσεως·

Πρώτη φορά θωρούσαν τον κόσμο κ' ήθελαν όλα να τα πούνε, να τα πουν όλα με μιας. Οι μεγαλοπολίτες όμως λαλούσαν τη γλώσσα που λαλούνε στους κάμπους και στα βουνά. Έτσι, λέω, να το πιάσουμε και μεις γιατί κ' η ψυχή της Ρωμιοσύνης πώς θα κάμη, πώς θα φανή, αν της σηκώσουμε τη φυσική λαλιά της; Φτάνει να μας αφήσουν ήσυχους οι δασκάλοι και να μη χαλνούν τη γλώσσα του κάμπου και του βουνού.

ΜΑΚΔΩΦ Και τα παιδιά μου; ΡΩΣ Επίσης! ΜΑΚΔΩΦ Μου τους άφησεν ο τύραννος ησύχους; ΡΩΣ Οπόταν έφυγ' απ' εκεί τους άφησα ησύχους. ΜΑΚΔΩΦ Μη μου φιλαργυρεύεσαι τα λόγια σου! Τι τρέχει; ΡΩΣ Οπόταν έφευγ' απ' εκεί να έλθω να σας φέρω τα νέα, 'πού το βάρος των πλακόνει την καρδιά μου, ηκούσθη ότι μερικοί 'σηκώθηκαντα όπλα.