United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν εννοούσε να στρώση ποτέ τον πισινό του. Άφινε στη μέση πετσιά και σύνεργα, ανασήκωνε την ποδιά και δος του στον καφενέ. Να βάλη παντού το λόγο του· να διορθώνη την κοινωνία. Σα δεν πήγαινε στο καφενείο, κάθε λίγο και στο σπίτι του. Να ιδή τι γίνεται Φαίνεται πως ζήλευε λιγάκι και τη γυναίκα του. Πάντα η ίδια η ιστορία.

Ο αέρας πάντα νοτερός και κρύος που περόνιαζε ως τα κόκκαλα τα κορμιά μας σφύριζε, χτυπούσε στα κλαδιά των γυμνών δέντρων κ' άφινε ψιλά, ψιλά παράπονα που σούρχουνταν ακούοντάς τα, ν' αρχίσης να κλαις χωρίς να ξέρης γιατί.

Αντί δε να φροντίζη περί των αναγκών του έργου του, άφινε την κυρά-Μιχάλαινα να διευθύνη, αυτός δε, εν απουσία του Καπετάνιου, λαμβάνων το χρυσοδεμένον απόκρυφον βιβλίον του, ενετρύφα μόνος του, αναγινώσκων. Το βιβλίον τούτο επωνομάζετο «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων» και περιείχε παραδοξότατα κεφάλαια.

Μα ποίος το άφινε; Τ' όνειρο της ζωής μου εκατόρθωσα να το κρατώ πράγμα τόρα στα χέρια μου και δεν τα απαρατούσα αν δεν με άφινε πρώτα η ψυχή. Έβλεπα να με ακολουθή ταπεινό το ανυπόταχτο κ' ελάγκευε μέσα η καρδιά μου, θρόνος εγινόταν το σαπιοκάικο και αρματοδρομούσα στα δαφνόφυλλα θριαμβευτής αυτοκράτορας.

Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε 270 πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα.

Άφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα 370 Είναι είδος στα χαμένα· Άλλο βρες να κυνηγήσης. Αν με φας, τι θ' απεικάσης; Σου χρειάζεται κάνα άλλο Απετούμενο μεγάλο, 375 Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης. Το Γεράκι λέει σ' εκείνο, Για το αβέβιο όπιος τρέχει Μέτρα γνώσις δεν κατέχει· Και για ταύτο δε σ' αφίνω. 380 Κάλλια πέντε και στο χέρι, Πάρα δέκα και καρτέρει

Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαντη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, 40 καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε. και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία, ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. 45 και ότ' έφθασαντου βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια, η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις• να δείξω• τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας εις το τραπέζι• μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου 50 ας μη δειλιάση• ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη. την δέσποινα πρώτα θα ευρήςτα μέγαρα• και Αρήτη την ονομάζουν ταιριαστά• κ' εκείνη έχει προγόνους τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. 55 και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτητα κάλλη ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα, μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων• αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. 60 ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων, κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον• τον πρώτον εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον 'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, 65 'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη• και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάταιτον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουνανδρός την εξουσία• τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους 70 όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεάεκείνην αναβλέπουν, κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει• ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη, και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει. αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, 75 θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσηςτο σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου».

Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, 795 Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ άφινέ ταις, Της ορμήνιαις της πολλαίς. Που είσαι ακόμα όσο να φτάκης· Για ιδές τώρα· πώς μου λες; 800 Να φουσκόσω ακόμα κι' άλλο, Λείπει, φίλε, περισσό· Τελοσπάντων για να σόση Σε Βοϊδιού κορμιού ποσό,

Η νίκη αύτη εμψύχωσεν όλους εν γένει τους συγκροτούντας το στρατόπεδον και ο Καραϊσκάκης, εφορεύων μόνος του, δεν άφινε να μένωσιν αργοί οι Έλληνες, ώστε καθ' ημέραν σχεδόν εγίνοντο ακροβολισμοί εις διάφορα μέρη του στρατοπέδου.