United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ κατεβαίναμε τα κατσάβραχα προς τη λίμνη κατά το μεσημέρι, ακούγαμε ότι μας συνόδευε από πίσω το κατηφόρισμά μας ποιμενικό τραγούδι, π' αντιλαλούσαν απ' αυτό τα πλευρά του βουνού και τα τείχια του παλιού κάστρου.

Ενώ κατεβαίναμε τα τατσάβραχα προς τη λίμνη κατά το μεσημέρι, ακούγαμε ότι μας συνόδευε από πίσω το κατηφόρισμά μας ποιμενικό τραγούδι, π' αντιλαλούσαν απ' αυτό τα πλευρά του βουνού και τα τείχια του παλιού κάστρου.

Ο μικρός ποιμήν εστέναζε· και στρεφόμενος έβλεπε τον τράγον σείοντα το μεφιστοφέλιον υπογένειόν του επί της οφρύος υψηλού κρημνού και εκπέμποντα νέαν κραυγήν θριάμβου, μπεεε! Από του τράγου δε το βλέμμα του κατέβαινεν εις τας αίγας, αίτινες με προσπάθειάν τινα ερωτοτροπίας ανέτεινον προς τον σουλτάνον εκείνον τους ηλιθίους οφθαλμούς των. Και νέος στεναγμός συνόδευε την σκέψιν του νέου.

Άρά γε αίσθημά τι απλώς ανθρωπίνης λύπης να έθλιψε την ψυχήν του ενώ, κατήρχετο την κατωφέρειαν πορευόμενος εις Κανά; Δάκρυ τι ύγρανε τα βλέφαρά Του, καθώς ίστατο, ίσως διά τελευταίαν φοράν, να προσβλέψη εντεύθεν την πλουσίαν πεδιάδα του Εσδραελών, και εις τα πορφυρίζοντα ύψη του Καρμήλου, και εις τας λευκάς άμμους τας πλαισιούσας τα κυανά της Μεσογείου ύδατα; Υπήρχέ τις από τον οποίον ελυπείτο να χωρισθή, εις την πρασίνην κλειστήν κοιλάδα όπου είχε ζήσει και είχεν ανατραφή; Έρριψεν άρα μακρόν τακερόν βλέμμα εις την ταπεινήν οικίαν όπου επί τόσα έτη ως τέκτων ειργάζετο; Ούτε σύντροφος της αθώας παιδικής ηλικίας Του, ούτε φίλος της αναμαρτήτου νεότητός Του, δεν τον συνόδευε με σέβας, με έλεος και με λύπην; Τοιαύται ερωτήσεις είναι βεβαίως φυσικαί, και ανευλαβείς· αλλά μένουν άνευ απαντήσεως.

Στο μεταξύ ο ντον Πρέντου συνόδευε τον Έφις που ανηφόριζε ψηλά στο σοκάκι που το είχαν πλύνει οι τελευταίες βροχές. Το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος των τοίχων των έρημων σπιτιών. Μια γλυκιά, βαθιά σιωπή τύλιγε τα πάντα τριγύρω.

Ταξίδευα, τώρα και τρία χρόνια, στ' Άγιο Όρος, και για διασκέδαση, και για να κοιτάξω κάτι χερόγραφα. Και σκαλίζοντας μια μέρα στη Βιβλιοθήκη, πήρε το μάτι μου δεμάτι χαρτιά τυλιγμένα σε κεντημένο μαντίλι, με σταυρό απ' έξω, κι από κάτω μεγάλα γράμματα, «Φυλλάδες του Γεροδήμου». — Τι χαρτιά είν' αυτά; ρωτώ τον Καλόγερο που με συνόδευε. — Και γω δεν καλοξέρω, αποκρίνεται ο Καλόγερος.