United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Σχαζηνάν παρεκάλεσε τον αδελφόν του τον βασιλέα να τον αφήση, λέγοντας του· αδελφέ, έχε με παρητημένον από το κυνήγι, διότι η περίστασις της υγείας μου δεν μου δίδει άδειαν να κάμω τέτοιες ξεφαντώσεις και περιδιαβάσεις. Ακούοντας την γνώμην του ο Αϊδήν τον άφησεν ανενόχλητον, και επήγεν αυτός με τους άρχοντάς του.

Μα και γι’ αυτόν που λες βρίσκεται τον Αρκάδα ένας με δίχως πολλά λόγια, μα που βλέπει να δουλεύη το χέρι του, ο Άκτορας, τ’ άλλου που ’παμε πρι αδερφός, και που δε θεν’ αφήση μια γλώσσα δίχως φράκτες πλημμυρώντας έξω από τις πύλες να πληθύνη τα δεινά μας, κι ουδέ στα κάστρα μέσα να περάσ’ η εικόνα του μισητού θεριού πόχ’ η εχθρικιά η ασπίδα° μα ’π’ όξω , με τον κύρη της θα ’χη να κάμη όταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κατ’ απ’ την πόλη.

Ο Καλίφης αφού και τον αφηκράσθηκε με επιμέλειαν, του είπε· μου κακοφαίνεται, που εγώ είμαι η αιτία ετούτης της συμφοράς σου, επειδή και γυρίζοντας από την Μπάσρα, εστοχάσθηκα διά να ανταμείψω τες χάρες που μου έκαμες, και έστειλα ευθύς προσταγήν εις τον βασιλέα της Μπάρσας, ότι να αφήση τον θρόνον, και να σου τον δώση εσένα διά να βασιλεύης· και αυτός αντί να ακολουθήση τον ορισμόν μου απεφάσισε να σου σηκώση την ζωήν με τες τυραννίες, που ο Βεζύρης σου έκαμεν, ελπίζοντας να του φανερώσης τον πλούτον σου.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230 «Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης, πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι, ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνοςτην πατρίδα. οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν, 'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235 επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο, εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθήτην Τροίαν, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις• τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου, και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον, γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν. ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250 το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».

Σκοτείδιασε το φως του Κι' αποκαρώθηκε ο φτωχός. Τα σερπετά δειλιάζουν 'Σ τ' αγώγι τους και φεύγουνε. Νεκρόνεται κι' ο γύφτος, Η φύσις όλη εσίγησε, λες κ' ήθελε ν' αφήση Ελεύθερα να καταιβούν τα ονείρατα του Διάκου. Κ' ιδού του κάστηκε με μιας ότ' είδε την κουφάλα Του δέντρου ν' αναδεύεται.

Προ επτά ήδη ετών ο διδάσκαλος μου, ο Παππά Φλούτης, θεός συγχωρέσοι τον, είχε βεβαιώσει τον πατέρα μου, ότι έμαθα πλέον όσα γράμματα αρκούν εις άνθρωπον μέλλοντα να μετέλθη το εμπόριον• ο δε πατήρ μου είτε πεισθείς υπό των λόγων του αγαθού ιεροδιδασκάλου, είτε θεωρών το σχολείον του πρακτικού βίου ως ωφελιμώτερον δι' εμέ, δεν ενέκρινε να με αφήση εις Χίον προς εξακολούθησιν των σπουδών μου, αλλά μ' επήρεν έκτοτε εις Σμύρνην, παραλαβών με κατ' αρχάς μεν ως μαθητευόμενον, μετ' ου πολύ δε ως εταίρον εις το εμπορικόν του κατάστημα.

Μέγα δε μαρτύριον των λόγων τούτων είναι το εξής· εάν ο Πέρσης εξεστράτευε καθ' ημών μόνων θέλων να μας εκδικηθή διά την προλαβούσαν δούλωσιν, έπρεπε να στρατεύση μόνον καθ' ημών και να αφήση όλους τους άλλους· τότε τωόντι ήθελε δείξει σαφώς ότι μόνον κατά των Σκυθών ελαύνει και ουχί κατά των άλλων· αλλ' άμα διέβη εις την ήπειρον ταύτην, υπέταξεν όλους τους λαούς όσους εύρεν εμπρός του.

Διά την μεταβίβασιν δε αυτών σοι χαρίζω ολκάδα πλήρη παντοίων πολυτίμων πραγμάτων ήτις θα σε παρακολουθήΚαι ο μεν Δαρείος, ως εγώ νομίζω, τω ωμίλει άνευ δολιότητος· ο Δημοκήδης όμως, φοβηθείς μήπως ήθελε να τον δοκιμάση ο Δαρείος, δεν εδέχθη με προθυμίαν όλα όσα τω προσέφερεν· είπε μάλιστα ότι θα αφήση τα έπιπλά του εις την θέσιν των διά να τα έχη όταν επιστρέψη οπίσω, και ότι δέχεται μόνον την ολκάδα με τα δώρα τα προωρισμένα διά τον πατέρα και τους αδελφούς του.

Άντρας που θα τόνε χαρής, γιατί δεν είνε κιανείς λειψανάβατος και ζομπονιάρης ν' αποθάνη να σ' αφήση χήρα τσι πέντε στράτες. Τότε η Μαργή εβρόντησε και ήστραψε και είπεν ότι μα τα κόκκαλα του κυρού της θάπινε φαρμάκι και μόνον αν της ανέφερε το όνομα του Μανώλη η μητέρα της. Και έκλαιεν απαρηγόρητα.

Η Νίτωκρις λοιπόν προέβλεψε και τούτο, διότι, ενώ διά τα ύδατα του έλους ώρυττε δεξαμενήν, εσκέπτετο να ωφεληθή και εκ ταύτης της εργασίας διά να αφήση έτερον μνημείον. Όθεν διέταξε και έκοψαν μεγάλας πέτρας· άμα αι πέτραι ητοιμάσθησαν και η δεξαμενή εσκάφθη, έστρεψεν εις την δεξαμενήν ταύτην τα ύδατα του ποταμού, και τοιουτοτρόπως αυτή μεν εγέμισε το δε αρχαίον ρεύμα εξηράνθη.