United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αίφνης οι βραχίονές του εξετάθησαν περισσότερον, όλον το σώμα του κατέπεσεν, η κεφαλή του έκλινεν επί του στήθους και απέθανεν. Εις το δάσος των σταυρών, οι μάρτυρες, οι ασθενέστεροι, απεκοιμώντο ο είς μετά τον άλλον τον ύπνον της αιωνιότητος. Από τινος καιρού ο Βινίκιος διήρχετο τας νύκτας του εκτός της οικίας του και δεν εσκέπτετο πλέον ειμή πώς να ίδη την Λίγειαν και εν τη φυλακή ακόμη.

Και ανάμεσα, βαθειά, το δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων.

Με ποια μελαγχολία παρακολουθούσαμε τις αλλαγές της φύσης, πώς θεριζόντανε τα λιβάδια με τα λαμπρά άνθη τους, πώς κιτρινίζαν τα σπαρτά και τα καλάμια ψηλώνανε και φουντώνανε στο γιαλό και σχηματίζαν ένα πυκνό πράσινο δάσος με μενεξεδένιες κορυφές εκεί που πριν έσπαζε το κύμα παιγνιδιστό απάνω στις πέτρες.

Ο Κινύρας ο υιός του Σκινθάρου, ο οποίος είχεν ήδη μεγαλώσει και ήτο ωραίος νέος, ηγάπα από πολλού χρόνου την Ελένην• και αυτή εφαίνετο ότι ανταπέδιδε το αίσθημα επίσης θερμόν εις τον νεανίσκον διότι, πολλάκις εις το συμπόσιον αντήλλασσον νεύματα και έπινον εκ του αυτού ποτηρίου και μόνοι περιεφέροντο εις το δάσος.

Έτσι εύρεν ο παπά-Κονόμος την ανακούφισιν. Και πλέον ετάχυνε να φεύγη από τα έργα των ανθρακέων εις τα δάσος, διά να μένη μόνος περισσοτέρας ώρας εις τον Άγι-Αντώνην. Εκεί και να έβλεπε την κόρην του, διελογίζετο εις το στασιδάκι καθήμενος, δεν θα εταράσσετο πλέον, ως άλλοτε, όταν είδε την σκιάν της εις τον οίκον του. Εκεί και να την ήκουε να ψάλλη, θα συνέψαλλε και αυτός.

Μα όταν η μαμά έμεινε μόνη με το Σβεν, τον πήρε στην αγκαλιά της και του διηγήθηκε, σα να είταν παραμύθι, πόσο είταν ανήσυχη και τι τρόμο δοκίμασε η ψυχή της. Του είπε πως νόμισε πως ο Σβεν έσπασε το πόδι του και πως είτανε πεσμένος μόνος μέσα στο δάσος και πως δε θα τον ξαναύρισκε παρά μόνο νεκρό.

Μετ' ολίγον όταν θα ετελείωνε πλέον και η εργασία εις το δάσος, διότι επλησίαζεν ο χειμών, τόσον εξοικειώθη με την μόνωσιν και την ορφανίαν του, ή μάλλον τόσον συνήθισε με την ιδέαν ότι η κόρη του δεν απέθανε, αλλά ζη, ώστε δεν τω επροξένει λύπην να μένη εις τον οίκον, όπου άλλοτε τον ετρόμαζε η φανταστική σκιά της Κουκκίτσας και η ανύπαρκτος φωνή της.

Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος• κ' ευθύςτα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. μ' αυτότα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος• και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50το πέλαγος• και αρμένιζετο κύμα επάν' ως γλάρος, 'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης ψάρια ζητεί, και τα πτεράτην άρμη συχνοβρέχει. όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμήςάπειρο κύμα. και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55 απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60 εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65 στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. και ήμερο κλήμα ολόγυρατο βαθουλό το σπήληο, θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70 λευκό νερό, και η καθεμιάάλλο εκυλούσε μέρος• και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75 και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, 'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια, δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία• ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80 μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα• έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθητην ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85 αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο•

Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό.

Επήγαμεν λοιπόν εις το δάσος όπου ήτον ολίγον μακράν, και την πρώτην ημέραν έφερα αρκετά ξύλα εις τους ώμους μου, τα οποία επούλησα εις καλήν τιμήν.