United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρχεται χειμώνας, βλέπεις, σα μπροστά ποιος ν' ανεβοκατεβαίνη με τα χιόνια. — Και ποιό 'νε το χωριό σας; Ο γέρος σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ψηλά στο ξόγκωμα του βουνού τα λίγα σπιτάκια. — Απάνου!, να το!. Καρίτσα το λεν. — Και θ' ανεβήτε έτσι φορτωμένοι εκεί απάνω; — Τι να κάνουμε; Μεις, παιδάκι μου, βλέπουμε ζωντανό το χάρο με τα μάτια μας. Άη! οι κακομοίρηδες.

Επειδή αφού είχανε να διαλέξουν ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, έβρισκαν πιο ωφέλιμη την ειρήνη. Κι ο πόλεμος των Μεθυμνιωτώνε και των Μιτυληνιών, που επήρεν αναπάντεχη αρχή και τέλος, έτσι ετέλειωσε. Μα για το Δάφνη και τη Χλόη έρχεται χειμώνας πιο πικραμένος κι από τον πόλεμο. Επειδή έπεσεν άξαφνα χιόνι πολύ κ' εσκέπασεν όλους τους δρόμους κι όλους τους ζευγολάτες τους έκλεισε τα καλύβια τους.

Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση: — Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι. — Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . . Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις. Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή!

Κι ο Δάφνης έφευγε, αφού τους εφίλησε πρώτ' από τη Χλόη για να μείνη απείραχτο το φίλημα εκείνης. Μα κι άλλες πολλές φορές ξαναπήγε εκεί μ' άλλους τρόπους· κ' έτσι ο χειμώνας δεν επέρασε γι' αυτούς δίχως έρωτα.

Εξημέρωναν Χριστούγεννα, «Κάτι κακό θα μου συμβή, έλεγε προς την θυγατέρα της». Μετ' ολίγον μανθάνει ότι απεφάσισαν να παύσουν πλέον την τελουμένην εορτήν εις το φρούριον, διότι εν τω μέσω του χειμώνας περιεστοιχίζετο υπό πολλών κινδύνων η εορταστική εκδρομή. «Το είπα εγώ, κάτι κακό θα μου συμβή», επανελάμβανεν έπειτα εις την κόρην της, εν μελαγχολία θεωρούσαν τας θυγατέρας της γειτονιάς να περικαλλύνωσι τους οίκους των. «Τάμαθες; δεν θέλουν να παντον Χριστό.

Επειδή δεν το θαρρούσανε σωστό, αφού σίμωνε ο χειμώνας, να εμπιστευθούνε στη θάλασσα μεγαλύτερη αρμάδα. Κι ο στρατηγός, αφού αμέσως την άλλη μέρα ανοίχτηκε στο πέλαγο, καθίζοντας στο κουπί τους ίδιους τους στρατιώτες, έπεφτεν επάνω στα χτήματα των Μιτυληνιών, που ήτανε στ' ακρογιάλια.

Ως τα χρόνια δηλαδή των Αργοναυτών, τότες που μαγικά παραμύθια περνούσαν από στόμα σε στόμα κι ιστορούσαν την πάμπλουτη την Κολχίδα, τις πολεμόχαρες Αμαζόνες, και τους καλότυχους Υπερβόρειους που κατοικούσαν πέρ' από τα φωλιάσματα του Βοριά και τι θα πη χειμώνας δεν ήξεραν.

Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που είτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κ' ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξη, είτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του. Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος.

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.

Την Κυριακή μετά το Πάσχα πήγε σε μια μικρή αγροτική γιορτή στο ξωκλήσι της Βαλβέρντε. Ήταν ένα κρύο απόγευμα και στην κοιλάδα του Ιζάλε φαινόταν να κυριαρχεί ακόμη ο χειμώνας αφού την έδερνε ο βοριάς και το Μόντε Άλμπο κάτω, στο βάθος, ανάμεσα στα σύννεφα έμοιαζε με καράβι που είχε εξοκείλει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.