United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πουλιά τραγουδούσαν αδιάκοπα μέσα στα φύλλα, άλλα την ημέρα κι' άλλα τη νύκτα στο φως του φεγγαριού, και οι κάτασπροι κύκνοι ταξίδευαν αργά και καμαρωτά, σαν μικρά καραβάκια μ' απλωμένα πανιά απάνω στις λίμνες.

Παίρνει την κολυμπίθρα την ιερή, που τόσοι εβαφτίσθηκαν πορφυρογέννητοι γίγαντες και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις χρυσόπορτες του Ναού μας στολίζει τον Άγιον Πέτρο της· στήνει στους πύργους της το Ρωλόγι, θαύμα του κόσμου, με τους Μάγους που χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννησι· στήνει στις πλατείες της τ' άλογα τ' ανεμοπόδαρα, ακράτητου λαού συμβολική παράστασις.

Και στη σούγλα 425 περνάν τα σπλάχνα, κι' έπειτα στην ανθρακιά τα ψήνουν. Και τα μεριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, τα ψήνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν. Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, 430 τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.

Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέσι τους, περιφρονώντας την ταραχή και τον θόρυβο. Τόρα δεν ήσαν δυο, δεν ήσαν τρία μόνον ήσαν εκατόχίλια. Τ' ωχροκίτρινο φως τους έφευγε περαδώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, άπλωνε κ' έσβυνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα.

Άξαφνα, μέσα στην πολυκοσμία, στις φωτοχυσίες, βλέπω δυο μάτια, μεγάλα μεγάλα κι ολόμαβρα. Είχαν εκείνα τα μάτια τόσο φως που θαρρούσες κ' έφεγγαν αφτά μονάχα. Είταν ο Τρικούπης. Ο Τρικούπης, αψηλό ανάστημα δεν είχε· συνήθιζε μάλιστα κ' έσκυβε λιγάκι το λαιμό του προς το στήθος.

Επειδή είχε στο δάχτυλο ένα τεράστιο διαμάντι κ' είχανε παρατηρήση μέσα στις αποσκευές του μια βαλίζα τρομερά βαριά, βρεθήκανε αμέσως γύρω του δυο γιατροί, χωρίς να τους καλέση, μερικοί επιστήθιοι φίλοι, που δεν τον αφήσανε ποτές μόνο του, και δυο θρησκόληπτες γυναίκες, που του ζεσταίνανε τις σούπες.

Μα δεν μπορείς να κάνης μια στιγμή χωρίς κλύσμα και χωρίς γιατρικό; Ανάβαλέ το για άλλη φορά και ησύχασε επί τέλους λιγάκι. ΑΡΓΓΑΝ Κύριε Φλεράν, το βράδυ ή αύριο το πρωί. κ. Γιατί ανακατεύεστε σεις και γιατί εναντιώνεσθε στις συνταγές της ιατρικής κι' εμποδίζετε τον κύριο να κάνη το κλύσμα του; Είνε πολύ αστεία η τόλμη σας αυτή!

Πάει στο σπίτι της άγνωστης καλής του, που τον προσμένει αγάπη ολόθερμη, να τόνε ζεστάνη, παγωμένο μέσα στις κρύες βαρυχειμωνιές, που τόνε δέρνουν· αφρόπλαστη αγκάλη τον ακαρτερεί, να γύρη να ξεχάση μες το ηδονικό της σφίξιμο, κάθε βαριά κούραση του κορμιού, και κάθε σκοτεινόν του νου παραδαρμό.

Ο άνεμος περνούσε ορμητικός, αλλά αργά το απόγευμα ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα σύννεφα σκίζοντάς τα και σπρώχνοντάς τα μέχρι τον ορίζοντα και όλα έλαμψαν τριγύρω στα βουνά και στις κοιλάδες όπου η ομίχλη συγκεντρώθηκε σε ασημένιες φωτεινές λίμνες.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Μπα! που ξεφύτρωσεν αυτός; Και τι σε μέλει εσένα αν φλύαρες είμαστ' εμείς; τους σκλάβους να προστάζης. Γυναίκες που γεννήθηκαν μέσα στις Συρακούσες δεν παίρνουν από προσταγές. Μάθε και τούτο ακόμα, πως μέσ' από την Κόρινθον είν' η καταγωγή μας με το Βελλεροφόντη· εκεί τα δωρικά μιλούνε κ' εμείς μιλούμε δωρικά κ' είνε δικαίωμά μας.