United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.

Καιτην κορφή βαλμένη Μύθους και γεροντόλογα θα μολογά η γρηά μου. — Αχ, πότε θάρθ' η άνοιξη! — Αναστενάζεις, Διάκο; Ε, μη χολιάτε, ωρέ παιδιά, τρεις μήνες είνε ακόμα. Σαν δύση ο ήλιος τ' Απριλιού και λυώσουνε τα χιόνια Και χορταριάσουν η πλαγιές κι' ανθίσ' η αριά κι' ο γράβος, Δικά μας είνε τα βουνά, τρεις μήνες είνε ακόμα.

Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια, τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' από τ' άλλο.

Διπλωμένο μέσα σε κάτασπρο σεντόνι, αφράτο· με το πρόσωπο ξεβαφουλιάρικο, μισοφαγωμένο· να κρεμώνται κολλητσίδες τα σκουλήκια από τη μύτη και ταφτιά του γύρω· με τα μάτια βαθουλά μέσα ρουφημένα· το κεφάλι του γυμνό, ξεπετσιασμένο· πεσμένα τα μουστάκια και τα γένια του... Εστάθηκε λίγο στην πόρτα ολόρθος. Ύστερα με βήματα αριά, κομμένα, επήγε κ' εστάθη απάνου στα παιδιά του.

Σε μια λάμψη αστραπής φάνηκε αντικρύ μου ένας μαύρος ίσκιος κοντά στη μεριά που πλάγιαζε η Λιώ η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα του πάρεδρου. Σαν πως άκουσα κάτι τι σαν ψιθύρισμα, σαν φιλί. Ανασηκώθηκα αγάλι' αγάλια. Κάποιος φιλούσε πολύ μεθυστικά το κορίτσι, που οι τρεμουλιαστές αναλαμπές του λυχναριού, τόδειχναν αριά και που καταλιγωμένο.

Ήτονε μικροκαμωμένος ο Νίκος, ενώ η Βεργινία ήτον αψηλή και ξερακιανή απ’ ανέκαθε, με κάτι κοκκάλες στο πρόσωπο, με μαλλιά κοκκινωπά κι αριά, κ’ έτσι έδειχνε τουλάχιστο δέκα χρόνια πιο μεγάλη του, που δεν είχαν ούτε τρία χρόνια διαφορά: αυτός εικοσιδυό, κ’ εκείνη ήτον και δεν ήτον εικοσιπέντε.

Έχασκαν τα οδοντωτά μπεντένια τους ψηλά, μες τα γαλάζια χρώματα του ουρανού καλοζωγραφημένα και ομορφοπελέκητα, σα δόντια πριονιού αριά που εκρέμονταν στα ύψη απειλητικά. Ξερολειχήνες και άλλα αμωροχόρταρα, αλάθητα σημάδια του παλιού καιρού, της γέρικης ζωής του κάστρου, ανάδοναν κ' εβλάστιζαν στερεμένα στους τοίχους ψηλά, ανάμεσα στις πέτρες σφηνωμένα.

Αριά και που απαντούσαμε κάνα κοπάδι πρόβατα μαζεμμένα όλα μαζί, σχεδόν κουλουριασμένα, που τραβούσαν λυπημένα γρήγορα γρήγορα με σκυμμένα κεφάλια χωρίς να κοιτάζουν να βοσκήσουν με τα κουδούνια τους αφίνοντας μέσα στη ρεμματιά λυπημένους αχούς. Όλη η ατμόσφαιρα είταν γεμάτη από βαθύ παράπονο, από απέραντη, θλίψη, από μεγάλο πόνο.

Μα δεν είχε το νου του· μόνο σαν έπεσαν τα μάτια του απάνω στα μαλλιά της Βεργινίας τα κόκκινα κι αριά, πούταν τώρα σταχτιά απ’ τη σκόνη κι αναμαλλιασμένα, θυμήθηκε το προσκέφαλο του κρεββατιού τους που ακκουμπούσαν τα κεφάλια και των δυονών τους κ' η πεθαμένη πέρναγε τα δάχτυλα της μέσα στα δικά του τα μαύρα και πηχτά μαλλιά και του τα χάδευε και τούξυνε το κεφάλι και τότε ξαναβούρκωσαν τα μάτια του. . . Έκλαιγε η θεια Ελέγκω με ξεφωνητά εκεί που φιλούσε.

Ο δρόμος είτανε μαλακός κ' ευκολοπάτητος. Τριγύρω μας ο ήλιος έτρεμε απάνω στα υγρά μούσκλα, στα κλαδιά και στους κορμούς. Τα μονοπάτι έβγαινε κάτω σ' ένα μικρόν κόλπο, που έκοβε τα δάσος εμπρός σ' έναν απότομο βράχο, και στην ακρογιαλιά, όπου είταν αριά τα δέντρα, ο ήλιος έπεφτε πλατιά απάνω στο γυμνό, ανοιχτό και μόλις χλοϊσμένο έδαφος.