United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα πεια δεν του ανήκει. Την έδωκε στους λεπρούς του. Από τα χέρια τους την πήρα. Από δω και πέρα είναι δική μου. Δε μπορώ να την χωριστώ, ούτε αυτή μπορεί να χωριστή από μένα. Ο Ογκρίν είχε καθήσει χάμω. Στα πόδια του η Ιζόλδη έκλαιγε, με το κεφάλι στα γόνατα του ανθρώπου που υποφέρει για το Θεό. Ο ερημίτης της έλεγε τα άγια λόγια της Βίβλου.

Ήταν ένας λαός αρχαίος που προχωρούσε, προχωρούσε ψέλνοντας απλοϊκούς ύμνους των πρώτων χριστιανών, προχωρούσε, προχωρούσε, μεθυσμένος από πόνο και ελπίδα, σε ένα δρόμο σκοτεινό που έβγαζε σε τόπο φωτεινό αλλά μακρινό, απλησίαστο. Ο Έφις, με το κεφάλι μες στα χέρια έψελνε και έκλαιγε. Η Γκριζέντα κοίταζε μπροστά της με μάτια υγρά που αντανακλούσαν τη φλόγα των κεριών∙ έψελνε και έκλαιγε κι εκείνη.

Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ' άλλο. Μα ούτε και αγάπη είχεν άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να εκοβόταν από το ξύλο ήταν ικανός να χαλάση κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως του πονεί, έκλαιγε σαν γυναίκα.

Καθισμένη κάτω από τη σκηνή όπου είχε κλειστή μαζύ με τη Βραγγίνα, την υπηρέτρια της, θυμότανε την πατρίδα της κ' έκλαιγε. «Πού την επήγαιναν αυτοί οι ξένοι; Σε ποιον; Τι την περίμενεΌταν την επλησίαζε ο Τριστάνος κ' ήθελε να την ησυχάση με γλυκά λόγια, εθύμωνε, τον έδιωχνε, και το μίσος εφούσκωνε την καρδιά της.

Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, 370 μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες 375 «Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια.

Αυτήν την εικόνα, μάλιστα, η Νοέμι την αγαπούσε και μερικές φορές την αισθανόταν τόσο ζωντανή και αληθινή πλάι της που κοκκίνιζε και έκλαιγε λες και δέχτηκε την επίθεση ενός εραστή που είχε τρυπώσει κρυφά μες στην αυλή της.

Μα τα γνώριμα ήτανε τόσο πιο γλυκά από την ασυνήθιστη ευτυχία, που έκλαιγε, όταν εχωριζότανε καθέν' απ' αυτά· και μήτε τα καρδάρια τα εκρέμασε προτού ν' αρμέξη, μήτε το τομάρι προτού να το φορέση, μήτε το σουραύλι προτού να το παίξη, μα τα εφίλησε όλα αυτά κ' εχαιρέτισε τα γίδια κ' εφώναξε τους τράγους με τ' όνομά τους. Κι απ' την πηγή ακόμη έπιε, επειδή πολλές φορές είχε πιεί και με τη Χλόη.

Μάταια ψάξανε όλο το παλάτι. Πουθενά δεν εβρεθήκανε. — Αλλοίμονο! είπε η βασίλισσα. Με τούτα τα μαργαριτάρια, κι' αν οι οχτροί πατήσουνε τη χώρα μας, πάλε μπορούμε να την ξαγοράσουμε. Κι' αν πάρωμε εμείς τον πόλεμο, με τέτοιο πλούτος τόσες κι' άλλες τόσες χώρες αγοράζομε. Κ' έκλαιγε μοναχή της και φοβότανε να πη το χάσιμό της. Σαν είδε κι' απόειδε ξεμολογήθηκε μια μέρα το χάσιμό της στο βασιλιά,

Και σαν την είδε κι' έκλαιγε, την πόνεσε η ψυχή του, και τρυφερά τη χάιδεψε και με καημό της είπε 485 «Μη μου βαριοπικραίνεσαι, γυναίκα, και κανένας, αν δεν το γράφει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει. Ειδέ απ' το ριζικό κανείς δε θα σωθεί ποτές του, θες αντριωμένος θες δειλός, μιας που βρεθεί στον κόσμο.

Η Γκριζέντα ακουμπούσε στον τοίχο και έκλαιγε, λες και ήταν έξω από μια φυλακή που περιέκλειε όλα της τα καλά και όπου εκείνη δεν μπορούσε να μπει. «Λοιπόν, τι έχεις; Θα γυρίσει, σίγουρα.» «Το άκουσες, ψυχή μουείπε η γριά τραβώντας το κορίτσι από τον τοίχο. «Θα γυρίσει! Δεν έφυγε για πάντα, όχι!» «Θα γυρίσει, ναι, κορίτσι μου!» Η Γκριζέντα του πήρε το χέρι και το φίλησε με αναφιλητά.