United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πάλι, μεταξύ των γυναικών που μάρεσαν, η προτίμησή μου έπεφτε στα κορίτσια κι αυτά μεγάλα, πάνω από δέκα πέντε και δεκάξη ετών, πούσαν δηλαδή «κοπελιές», τέλεια διαμορφωμένες πεια. Τα μικρά κορίτσια, μάλιστα τάνηβα, όχι μόνο δε μάρεσαν, αλλά θαρρώ μάλιστα πως μούσαν και λίγο αντιπαθητικά.

Φωνάζουν, σκούζουν ξέμακρα, το φυλαχτό να ρίξη, Κάποτε με γλυκόλογα, κάποτε με φοβέραις. Φωνάζει η Κάλλω, η ώμορφη, φωνάζει κ' η κλεμμένη, Φωνάζει με παράπονο, με κλάμμα και με αγάπη. Του κάκου· εκείνος τώξερε, τώμαθε από γρηούλαις. Που αν έπεφτετα χέρια τους θάχανε τη ζωή του, Κι' ούτε γυρίζει να ταις 'δή, ούτε και κοντοστέκει, Μόν' ροβολάει μονανεπνιάς και χάνεται στα πεύκα. Πέρασε η νύχτα.

Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ' το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά.

Έφευγε και πήγαινε στον κήπο κι άκουα την αλυσίδα του πηγαδιού γριγρι!... γριγρι!... όλη νύχτα Και την αυγή βρίσκαμε γιομάτες νερό τις σκάφες, έτοιμες για την πλύση. Και κάθε τόσο που έπεφτε πολλή δουλειά, πήγαινε μόνος του και ξύπναε τις δούλες για το ξενύχτι. Σ' όλα σ' όλα είχε την έγνοια μας, την κυβέρνια μας δέκα χρόνια στρωτά.

Τότες κι' άντρας έπεφτε, καν θάχε κι' άντρας σφάξει. 280 Τώρα γραφτό μου απ' άτιμο χαμό να πάω στον τάφο ζωσμένος σε νεροσυρμή, σαν γουρουνιών κοπέλι που σε χαντάκι πνίγεται περνώντας το χειμώναΕίπε, κι' εφτύς ο Ποσειδός κι' η Αθηνά κοντά του πήγαν και στέκουν, με μορφή σαν άντρες, κι' έτσι θάρρος 285 του δίνουν, μες στα χέρια τους τα χέρια του κρατώντας.

Τώρα η καπότα μου έγεινε δυσκολόβρετη. Την είχε αποκάτω του το πεσμένο σαμάρι του μουλαριού. Τα χρειάστηκα τώρα. Έπλεγαν 'ςτο νερό τα ποδάρια μου, μ' έπνιγε η βροχή αποπάνου, μώμπαινε από την τραχηλιά μέσα κατάσαρκα η σταλαματιά της, μου μούσκεσε τα σκουτιά, μου πόντιαζε το κορμί κ' έπεφτε κάτου, 'ςτα λαγαρά και 'ςτα σκέλια. Βόηθαε κι ο άνεμος.

Μα εκεί που εκείνοι εμάχονταν, κ' ένας τον άλλο εχτύπα, Σαν άγιος φανερώθηκε λεβέντης καββαλλάρης Και με σπαθί 'ςτά χέρια τον ρίχνεται μέσ' 'ςτή μέση. Σε κάθε που έπεφτε σπαθιά εφτέρωνε η καρδιά μου. Κι' όσο που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια.

Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου. — Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος. Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα.

Από την τρύπα της στέγης έπεφτε, σαν μέσα από ένα αναποδογυρισμένο χωνί, μια χρυσαφένια ηλιαχτίδα που φώτιζε επάνω στο μικρό κρεβάτι το μαύρο της κορμί και τα κολιέ της, αφήνοντας στην σκιά την υπόλοιπη έρμη κάμαρα. Ο Έφις κοίταζε σαν μέσα από τον πάτο ενός πηγαδιού εκείνο το σημείο, ψηλό και μακρινό. Ξαφνικά όμως του φάνηκε ότι η ηλιαχτίδα παρεξέκλινε, έπεφτε απάνω του και τον φώτιζε.

Όξω όλους τους ξερνούσε αφτούς με μουγκρητά σαν τάβρος, 237 κι' όρθιο το κύμα φοβερό στον Αχιλιά τριγύρω 240 έβραζε, κι' έπεφτε έσπρωχνε κατάσπιδα ουδέ μπόραε να βασταχτεί στα πόδια του.