United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα. Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνουνταν παρά το κεφάλι του· μι' αστραπή έλαμψε· ένα κεφάλι τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά μάτια.

Βλέπει τη γρηούλα. — Τι κάνεις, γιαγιά; την αρωτάΞεκουράζομαι κόρη μου, μουρμουρίζ' η γρηά. — Και πού πας; — Στ' αγγονάκια μου, στην άλλη γειτονιά, είδια τον ήλιο, γιορτή, ας πάω, είπα, να τα διώ σήμερα . . . ποιος ξέρει . . . — Έχεις ακόμα δρόμο· πώς θα πας; — Θα πάω, κόρη μου, ο Θεός . . . Κάτι εκρατούσε στην ποδιά της από κάτω η κοπέλλα. — Κάμε μου τη χάρι, γιαγιά, να πάρης αυτά για τ' αγγονάκια σου.

Αυτό πολύ εσυγκίνησε τον Αντώνη και καθώς ήταν ευαίσθητος, μια μέρα που την ηύρε μονάχη, της είπε πως την αγαπά τόσο, που δε ξέρει, αν γίνεται αγάπη μεγαλείτερη. Η κοπέλλα του αποκρίθηκε με το ίδιο αίσθημα και ο καϋμένος ο Αντώνης ευρέθηκε μια στιγμή στους ουρανούς.

Της είπε του κόσμου τους επαίνους. «Είντα ώμορφος απού 'ν' ο γυιός σου, Ρηγινιό. Δύο τρεις φορές απού τον έχω θωρώντα απομείνανε τα μάτια μου απάνω του. Σα θάνε οι νιοι έτσα νάνε! Μα κεμένα η θυγατέρα μου εγίνηκε μια κοπέλλα, που 'ν' ένα τόνομά τση στη χώρα!. .. . Και πόσοι δεν τηνε ζητούνε! Μα 'γώ θέλω να τήνε παντρέψω στο χωριό να την έχω κοντά μου. Ένα παιδί τόχω ... .»

Εδώ δεν είναι πέρδικες, δεν είναι μήτε κοτσύφια. Εδώ αηδονάκια μόνο κελαϊδούν στις φυλλωσιές. Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου... — Όμορφη κοπέλλα, της είπε γλυκά ο κυνηγός, εγώ δεν κυνηγώ κοτσύφια μήτε πέρδικες. Κ' εκεί που κελαϊδούν ταηδόνια είναι η λαχτάρα μου. — Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου.

Ας κρυφοτρέξουμε τώρα ως απάνω, να καμαρώσουμε και τη μάννα της. Ανεσαίνει άνθρωπος εδώ πέρα. Ορθάνοιχτα τα παράθυρα. Μπαινοβγαίνει ο δροσάτος ο μπάτης, και τους φέρνει την υγειά, τη ζωή και τη δύναμη. Χρειαζούμενος είναι κι αυτός για τα βλαστάρια που θα μας δώσης μια μέρα, λυγερή μου κοπέλλα! Είναι η μεγαλήτερη η κόρη τούτη, που ακκουμπάει εκεί στο παράθυρο, και λογιάζει τη θάλασσα.

Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογελάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δη την Πόλη, — πως τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγης τόνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πειράζει να του κολνάς και μια μπέηκη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρδούλα; Πες μας, να χαρής τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλάτια, κ' οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φείδι να σε τρώη από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσης, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι.

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Η ξανθή κοπέλλα έβαλλε τις φούχτες κάτω απ' τη βρύση και τα λευκά της χέρια ξεχείλισαν σαν ασημένιο ποτήρι. Ο φιλόσοφος έσκυψε στο ωραίο ποτήρι κ' έσβυσε τη δίψα του με νερό και με φιλήματα. Κι' ο φιλόσοφος νόμιζε πως ονειρεύεται... Ύστερα ξαπλώθηκαν απάνω στη δροσερή χλόη. Το φεγγάρι ήτανε σταματημένο απάνω απ' τα κεφάλια τους και τους έλουζε με το φως του.

Εις τον απάνω Μαχαλάν, άνω της κρημνώδους ακτής, όπου θραύονται τα κύματα και λαλούν θρηνωδίας οι γλάροι, υπήρχε μία εύμορφη κοπέλλα η «Φλωρού του Μανάκη», την οποίαν πολλοί νέοι, καί τινες γέροι, ερωτεύοντο. Διότι υπήρχον πολλά γεροντοπαλλήκαρα, τα οποία ελάμβαναν μέρος εις τους νυκτερινούς κώμους.