United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε κάμποση ώρα άρχισε να πονή ο νώμος μου, αλλ' υπόφερα χωρίς παράπονο το βάρος. Έρριξα και σένα πουλί στο δρόμο, αλλ' απότυχα. Ο Βασίλης όμως με βεβαίωσε πως το βρήκαν άκρη μερικά σκάγια κιότι είδε φτερά πούφυγαν στον αέρα. Κέτσι η πρώτη μου βολή ήτο μισή επιτυχία. Ο Αμαλός είνε οροπέδιο σε μεγάλο ύψος.

Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε... — Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός.

Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρήτην κλίνη φθείρει, 395 όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. κ' εκολυμπούσε πρόθυμοςτην γη πόδι να στήση. και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, 'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45 θα μ' εξετάσηόλ' αυτή μες το παράπονό της».

Ο γέροφιλόσοφος ένοιωσε τότε τα γέρικα στήθια του να πλημμυρούνε από ένα κατάλευκο φως. Κι' αναστέναξε. Ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Ένα αηδόνι, που τραγουδούσε μέσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, βουβάθηκε κι' αυτό. Το αλαφρό φλοίσβημα του νερού έσβυσε γλυκά στις όχθες της λίμνης. Το μακρυνό παράπονο του κούκου σώπασε. Όλους τους ήπιε το φως του φεγγαριού.

Κι αν έδιωξε το κλάμα σου τα χελιδόνια τώρα κι η αύρα σαν παράπονο στ' αυτιά σου ψιθυρίζει η αύρα το άφαντο πανί μακριά που αριοφουσκώνειστη θαμπή νύχτα, ολόγυρα στον ύπνο σου που απλώνει, καινούριας μέρας στο βουνό το φως χρυσοαναβρύζει· ω μάγισσα, ο ήλιος, ψες στη δύση που στο βυθό της θάλασσας σε νέφη έχει βυθίσει, με ρόδα βάφει την κορφή και το ξανθό κεφάλι, με ρόδα νέα αμάραντα κορόνα να του βάλη.

Σαν πιο αχαμνά 'χε ζώα, μά 'χε μαθές πιο δύναμη και πιο πολλή εξουσία. Μα αφίστε, θα δικάσω εγώ, και δε θα πει κανείς σας πιστέβω εδώ παράπονο, τι ίσα θα πω το δίκιο. 580 Αντίλοχε, έλα πρόβαλε, θεόσπαρτε αρχηγέ μου, «κι' όρθιος μπροστά στ' αμάξι σου το καμοτσί κρατώντας, βάλε το χέρι στ' άλογα, και σαν που πρέπει ορκίσου μ' απάτη αν δε μ' αμπόδισες επίτηδες τ' αμάξι585

ΜΙΣΤΡΑΣΤότες είναι τα δάκρυα, οι αναστεναγμοί, τα βάσανα. Κι' απ' αυτά πέρασες, καψερά. Δεν τώχεις παράπονο, πάει να πη. ΦΛΕΡΗΣΟύτε αυτά δεν είναι ο Έρωτας. Ούτε. Ξέρεις τι είναι αυτά; ΜΙΣΤΡΑΣΤι; ΦΛΕΡΗΣΘυμάσαι δυο παλιές στάμπες, πούχαμε στο σπίτι του πατέρα μου; ΜΙΣΤΡΑΣΤι θες να πης; ΦΛΕΡΗΣΔυο παλιές στάμπες.

Γιατί οι γονείς του δεν μπορούσανε να βλέπουν ένα τόσο άσχημο πλάσμα κοντά τους και να συλλογίζωνται πως αυτοί το πλάσανε. Ο Γιαννάκης όμως είχε άλλην ιδέα. Η ζωή του άρεσε, ήτανε ευχαριστημένος που ήλθε στον κόσμο και δεν είχε κανένα παράπονο με τους γονείς του.

Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.