United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ε! καϋμένε, κυρ Βαγγέλη!... δεν είσαι και συ, κανένας μερακλής ...δεν σ' ακούσαμε καμμιά βραδυά να μας παίξης κ' εδώ τίποτα... Είνε καμπόσοι βιολιτζήδες τόσο μερακλήδες, που καλλίτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες.

Τι θα πης, μαννούλα μου, να με δης άξαφνα μπροστά σου με τέτοια τρομάρα στο πρόσωπο! Μ' άφησε ο Κωσταντής ολομόναχη, ότι σιμώσαμε το χωριό, ότι ακούσαμε μια φωνή που σιγοδιάβαζε μέσα στο Κοιμητήριο, και χάθηκε από μπρος μου μαζί με το φρενιασμένο τάλογο που περνούσε θάλασσες και βουνά. Γίνεται να μην είνε όνειρα όλα αυτά; Είμουνα στο σπιτάκι μου απόψε.

Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.

Έτσι καθόμαστε τώρα και μεις κ' ενώ δεν μπορούσαμε να νοιώσουμε τι σημασία είχε που η αναπνοή της έγινε αλαφρότερη και περιμέναμε το τέλος, παρατηρήσαμε πως τα μάτια της κάμανε νανοίξουνε κ' είδαμε πως γύρισε προς το μέρος, όπου είτανε κρεμασμένη στον τοίχο η εικόνα του Σβεν, και την ακούσαμε να πη: — Νέννε. Σιγαλά κι αδύνατα πρόφερε την μικρή λέξη, ωστόσο μίλησε.

Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265 «Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις• ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη• αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270 όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, 'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθροτους Τρώαις• και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275 έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280 ακούσαμε, καθήμενοιτην μέση, την βοή σου• κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε• αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285 ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση• αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάςτο στόμα με τα χέρια τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».

Είχε δε προχωρήση το γλέντι κι' εγώ έπαιζα κάποιον λυρικόν σκοπόν, ο χωρικός εσηκώθη να χορέψη, η Κροκάλη εχειροκρότει και η διασκέδασις επήγαινε λαμπρά• αλλά τότε ακούσαμε φωνές• εκτυπούσαν στην πόρτα της αυλής και μετ' ολίγον ώρμησαν μέσα έως οκτώ νέοι πολύ δυνατοί, ήτο δε μαζή των και ο Μεγαρεύς. Αμέσως μας έκαμαν άνω κάτω και έρριψαν χάμω τον Γόργον, όπως είπα, και τον εποδοπατούσαν.

Ακούσαμε να λεν ότι ο William Blake σταμάτησε κάποτε στην Βασιλικήν Ακαδημία μπροστά σε μια από τις εικόνες του και τη χαρακτήρισε ως «πολύ όμορφη». Τα δοκίμιά του προδιέγραψαν πολλά απ' όσα πραγματοποιήθηκαν κατόπιν. Φαίνεται ωσάν να επρόλαβε μερικά από κείνα τα συμβάντα της νεωτέρας πνευματικής καλλιεργείας, που θεωρούνται από πολλούς ως ουσιώδη.

Αποβραδίς εστράγκιξε τη μπουκάλα ο Καπτάν-Μιχάλης και τόρα στα χαράματα εμέθυσε από χαρά κι αφτός. Και λάμνοντας σιγόκλαιε· Να ήταν η θάλασα κρασί, Ω, τύχη και ζωή χρυσή! Η σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα ακούσαμε που κουφογόγκηξε, σα να την ανέβαιναν τρεις τέσεροι απανωτά.

Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια τάπαιρνε «κουτουριάρικα», και τάχε σχεδόν μονοπώλιο, η γρηά Μορισίνα. Εκείν' η παροιμία που ακούσαμε απ' το στόμα της: «Τρεις οπ' σ' έχω...κτλ.», ήτον μόνο συνέχεια χωρίς τέλος. Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γείνη ο αρρεβώνας, του ίδιου ταντρόγυνου, είχε 'πή: «Τα όρνια παντρεύουνται, και τα στοιχειά βλογιούνται.... »

— Τ' ακούσαμε κ' ημείς, παπά, απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· έτσ' είπανε. — Τι &είπανε&; Είνε σίγουρο, σας λέω, επανέλαβεν ο παπά-Φραγκούλης. Οι βλοημένοι, δεν θα βάλουν ποτέ γνώσι. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν' απ' του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!