United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανοίγει τα μάτια του χαμογελώντας και ξαφνισμένος και καλός, ψιθυρίζει: — Μπα! με πήρε ο ύπνος· πέρασε η ώρα. Πάμε να κοιμηθούμε...

ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Αμέσως! ΙΑΤΡΟΣ Ο κόσμος έξω πράγματα φρικώδη ψιθυρίζει! Γεννούν αφύσικα δεινά τα παρά φύσιν έργα! Όπου συνείδησις βαρειά, ο νους τα μυστικά του εις τα κουφά προσκέφαλα θα τα ξεμυστηρεύση. — Όχι ιατρού, πνεματικού έχει αυτή ανάγκην! Θεέ, Θεέ Πανάγαθε, ελέησέ μας όλους!... Συ, πρόσεχέ την. Κύτταξε κοντά της να μην έχη τίποτε πράγμα να βλαφθή. Πηγαίνω. Καλήν νύκτα.

Το αέρι, μοναχά το αέρι κι εδώ ας σου τραγουδήση τώρα, έτσι όπως της αυγής την ώρα σιγά στους κλώνους ψιθυρίζει, έτσι όπως χύνεται σαν μπόρα κι αφρούς τη θάλασσα γεμίζει.

Και ο Διονυσόδωρος πάλιν μου ψιθυρίζει σιγά εις το αυτί: — Να ιδής, άλλο πάλιν αυτό, Σωκράτη, σαν το πρώτο. — Αλλά και η πρώτη, μα τον Δία, ερώτησις ήτο πράγματι ανταξία υμών. — Όλο τέτοια ερωτήματα κάνομ' εμείς, που δεν ημπορεί κανείς να τα βγάλη πέρα. — Και αυτό βέβαια εξηγεί πως έχετε τόσον κύρος μεταξύ των μαθητών σας.

Τόση ήτο του δειλού ληστού η βία και η προς φυγήν μανία, ώστε η Γερακούλα δις και τρις περιέβλεψε, μη τωόντι από του ρεύματος ενεφανίσθησαν τα πονηρά της ερημίας πνεύματα. Και τότε είδε δύο των θυγατέρων ν' αναβαίνωσι προς αναζήτησίν της. — Σωπάτε! ψιθυρίζει η μήτηρ, ιδούσα αυτάς θορυβούσας. — Τι είνε; Ερωτά η Ελένη.

Τ' ακούς και συ; Κάτι ψιθυρίζει το πουλάκι, ε, ναι, ω! ώ! πως είδες και άλλα πράγματα και δε μου τα λες. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, το πουλάκι λέγει ψέματα. ΑΡΓΓΑΝ Πρόσεξε καλά! ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, μην το πιστεύης· λέει ψέματα σε βεβαιώνω. ΑΡΓΓΑΝ Καλά, θα το δούμε. Πήγαινε και πρόσεξε καλά εις όλα. Πήγαινε. Τι γίνεται, τι γίνεται! Δε θα μπορώ πεια να συλλογίζωμαι την αρρώστεια μου με την άνεσί μου.

Βάδιζε ασφαλώς! διότι ηξεύρεις ποίον φέρεις; τον ημιάτλαντα του κόσμου, τον βραχίονα και την περικεφαλαίαν του ανθρωπίνου γένους. Ομιλεί κατά την στιγμήν ταύτην ή ψιθυρίζει τα εξής : « Πού είνε ο εκ του γηραιού Νείλου όφις μου», διότι ούτω με ονομάζει. Αλλά βλέπω ότι τρέφομαι με ηδυπαθέστατον δηλητήριον.

Μ α ρ ί α. Μακρυά. Το μέλλον. Ένα μακρεινό μέλλον! με την ανθρωπότητα πειό καλή, πειο μεγάλη, με την αγάπην να βασιλεύη παντού και να ανοίγη δρόμους ευτυχίας και χαράς... Ωραία μου ονειροπόλος Σκηνή Γ'· Μ α ρ ί α. Εμπρός. Τι είναι Άννα; Ά ν ν α. Κυρία σας παρακαλώ. Μια στιγμή. Μ α ρ ί α. Λέγε, Άννα, τι θέλεις; Ά ν ν α. Κυρία. Δεν μπορώ. Ελάτε σας παρακαλώ. Η Άννα της ψιθυρίζει κάτι εις το αυτί.

Κι αν έδιωξε το κλάμα σου τα χελιδόνια τώρα κι η αύρα σαν παράπονο στ' αυτιά σου ψιθυρίζει η αύρα το άφαντο πανί μακριά που αριοφουσκώνειστη θαμπή νύχτα, ολόγυρα στον ύπνο σου που απλώνει, καινούριας μέρας στο βουνό το φως χρυσοαναβρύζει· ω μάγισσα, ο ήλιος, ψες στη δύση που στο βυθό της θάλασσας σε νέφη έχει βυθίσει, με ρόδα βάφει την κορφή και το ξανθό κεφάλι, με ρόδα νέα αμάραντα κορόνα να του βάλη.

Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει: «Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!» Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή.