United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλή μέρα, Δώρα και au revoir. Δ ώ ρ α. Au revoir. Μ α ρ ί α. Δώρα, καλή είδησι Ά, έρχεται η πεθερά μου! φώναζε την Ανναν γλήγωρα. Η Δ ώ ρ α μ ό ν η. Έρχεται η πεθερά. Κακή είδησις! Θεέ μου! Δ ώ ρ α. Άννα! Μέσα, παντού είναι τακτικά, καθαρά, συγυρισμένα... Ά ν ν α. Μάλιστα, κυρία Δώρα. Δ ώ ρ α Μα όχι για μας μόνο. Όπως τα θέλωμε μείς. Όπως τα θέλουν η πολίτισσες... Έρχεται η μητέρα του κυρίου.

«Ιδού, αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος», και μη η κατάρα αύτη δεν επληρώθη φοβερώς; Ομιλών περί του φόνου του νεωτέρου Άννα και άλλων εξεχόντων προκρίτων της Ιερουσαλήμ ο Ιώσηπος λέγει: «Δεν δύναμαι, ει μη να πιστεύσω, ότι ο Θεός κατεδίκασε την πόλιν του εις όλεθρον, ως μεμολυσμένην πόλιν και απεφάσισε να καθαρίση το αγιαστήριόν του διά πυρός, αφού όλοι οι σεβάσμιοι ιερείς επεβλήθησαν έξω γυμνοί και σφαγιασθέντες ερρίφθησαν βορά εις τους κύνας και εις τα θηρία». Ουδέποτε υπήρξε διήγησις τόσον φρικώδης και απαισία, όσον η ιστορία της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ.

Κι όταν η μαμά ρώτησε αν περίμενε πολλή ώρα εκεί, απάντησε: — Βέβαια, αλλιώς θα μ' εύρισκε η Άννα. Και τότε θα έπρεπε να πάω να κοιμηθώ. Η μαμά δεν απάντησε τίποτε σ' αυτό. Της είτανε δύσκολο να του πη πως δεν έκαμε καλά. Η αθώα του αγάπη, που είταν αφορμή της ανυπακοής του, τον υπεράσπιζε από κάθε μάλλωμα κι ο Σβεν το γνώριζε αυτό καλά.

Αυτά είναι τα ιδικά μου πλούτη. Φαντάσου η κοκκώνα Κατίγκω να εκτιμήση της εικόνες σου. Δ ώ ρ α. Μπράβο, Άννα, μπράβο! Έφερες και τα χρυσά πιάτα της Κιρκασίας. Μ α ρ ί α. Τα χρυσά πιάτα να επιστραφούν γλήγωρα. Δ ώ ρ α. Τα χρυσά πιάτα θα μείνουν, γιατί η ευτυχία εδώ τρώγεται μόνο σε χρυσά πιάτα. Αδύνατον να βάλη κανείς τάξι μέσα δω. Μ α ρ ί α. Δεν πειράζει, Δώρα μου. Εδώ είναι το εργαστήριό μου.

Αλλ' υπάρχει άρα και άλλος λόγος; Ναι, διότι δυνάμεθα να υποθέσωμεν εκ του Ταλμούδ ότι η πράξις αύτη έτεινε να πληγώση την φιλαργυρίαν των, να βλάψη τα αθέμιτα κέρδη των. Η φιλαργυρία, η νόσος του Ιούδα, η νόσος όλης της Ιουδαϊκής φυλής, φαίνεται ότι υπήρξε και η δεσπόζουσα κακία της οικογενείας του Άννα.

Μ α ρ ί α. Μακρυά. Το μέλλον. Ένα μακρεινό μέλλον! με την ανθρωπότητα πειό καλή, πειο μεγάλη, με την αγάπην να βασιλεύη παντού και να ανοίγη δρόμους ευτυχίας και χαράς... Ωραία μου ονειροπόλος Σκηνή Γ'· Μ α ρ ί α. Εμπρός. Τι είναι Άννα; Ά ν ν α. Κυρία σας παρακαλώ. Μια στιγμή. Μ α ρ ί α. Λέγε, Άννα, τι θέλεις; Ά ν ν α. Κυρία. Δεν μπορώ. Ελάτε σας παρακαλώ. Η Άννα της ψιθυρίζει κάτι εις το αυτί.

Εις το κέντρον της αυλής οι υπηρέται των Αρχιερέων εθερμαίνοντο πλησίον της ανθρακιάς. Κατά τας δύο ταύτας θλιβεράς ώρας της αρξαμένης τραγωδίας Του, καθώς ίστατο εις τας αιθούσας του Άννα και του Καϊάφα, άλλη ηθική τραγωδία, την οποίαν είχε προφητεύσει ήδη, είχε διεξαχθή εν τη έξω αυλή.

Και τι άλλο μας μένει να πάθουμε; Έχω ακουστά πως κ' εκείνους τους κακορρίζικους έτσι τους τυραννούσαν. Τσ' άρπαξε ο ένας από δω και χωπ! στη Βαβυλώνα. Τσ' έπαιρνε άλλοι από κει χωπ! στη Δαμασκό. Ερχόταν τρίτος χωπ! πάλε στα Γεροσόλυμα. Από τον Άννα στον Καγιάφα που θα ειπή. Το ίδιο και μεις. Τη μια φορά ο Χαγάνος μάς παίρνει απ' το καλύβι μας και μας ρίχνει στο σπίτι της Ελπίδας.

Αλλ' οι αυστηροί τηρηταί του νόμου μόνον βεβιασμένως ανεγνώριζον τους διαδόχους του, και εθεώρουν τον Άνναν πάντοτε ως δικαιώματι αρχιερέα. Από των ημερών Ηρώδου, του Μεγάλου καλουμένου, η αρχιερατεία είχεν εκπέσει από διαρκούς θρησκευτικού αξιώματος εις πρόσκαιρον κοσμικόν τίτλον. Ενώπιον άρα του Άννα προσήχθη ο Ιησούς πρώτον ως δεσμώτης εις το δικαστήριον.

Εγώ, είπεν, είμαι ικανή να πάω στεριά, με τα ποδάρια μου, αποδώ ως την Αγίαν Άνναλένε πως είναι δύο μέρες δρόμος — κ' εκεί θα βρούμε το ταχύπλο, το δικό μας που θα μας γνωρίση ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος, και θα μας πάρη.