United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ότι τούτο πρέπει να συνέβη, και ότι αύτη πρέπει να ήτο η απάντησίς των, είνε προφανές εκ του γεγονότος ότι η μόνη ερώτησις ήτις περιίπτατο από στόμα εις στόμα ανά τας οδούς εκείνας τας πολυθορύβους και πλήρεις κόσμου ήτο: «Πού είνε; Ήλθεν ήδη; Έρχεται;» Κ' επειδή δεν εφαίνετο, όλος ο χαρακτήρ Του, και η αποστολή Του, συνεζητούντο.

Όταν δε παρατείνεται η σχέσις αύτη, και ο αγαπώμενος έρχεται εις επαφήν εις τα γυμναστήρια και εις τας άλλας συναναστροφάς με εκείνον, τότε πλέον η πηγή εκείνη του ρεύματος, το οποίον ο Ζευς αγαπών τον Γανυμήδην ωνόμασεν ίμερον, αθρόα φερομένη προς τον εραστήν, εισρέει εις την ψυχήν αυτού, και όταν γεμίση εξ αυτής, η λοιπή εκχύνεται προς τα έξω· και καθώς πνοή ανέμου ή κάποια αντήχησις από τα λεία και στερεά σώματα, τα οποία προσβάλλει, αναπηδά πάλιν φερομένη προς το σώμα, εξ ού εξήλθεν, έτσι και το ρεύμα του κάλλους πάλιν επιστρέφει εις τον ωραίον παίδα διά των ομμάτων, διά των οποίων φύσει φθάνει εις την ψυχήν, και αφού αναπτερώση τους πόρους των πτερών, τρέφει και παρορμά εις πτεροφυίαν, και την ψυχήν του αγαπωμένου εξ άλλου γεμίζει με έρωτα.

Αυτή μ' ευχαριστούσε, διότι μου έλεγε πράγματα, τα οποία μοι εφαίνοντο ως να τα είχα υποφέρει άλλοτε. Τώρα μου την επήραν αυτήν, και έρχεται μία άλλη, ήτις δεν μ' ευχαριστεί καθόλου, διότι εκείνα οπού μοι λέγει δεν τα εννοώ, και μοι φαίνεται ότι και αν τα εννοούσα, θα ήτον ακόμη χειρότερα. Το μόνον οπού με παρηγορεί, είνε η ελπίς ότι θα έλθης να μ' ελευθερώσης.

Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρόςτον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτετα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.

Με μιαν ένταση υπερβολική όλου του είναι μου κοίταξα όξω στο σκοτάδι κ' είδα τον ίσκιο ενός αμαξιού, που έστεκε στην αυλή. Ο γιατρός είναι κει ακόμα! Έπειτα άκουσα από τη βεράντα τη φωνή της γυναικός μου: «Έρχεται, Δόξα σοι ο Θεός. Νάτος!» Κ' έπειτα από λίγες στιγμές είχα ανεβεί τη σκάλα κ' είμουνα στο σαλόνι.

Κι όχι πως πειράζει σ' αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κ' επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψης, και γράφοντάς τα να παραχώσης και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα. Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός. — Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά.

Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.

Η Μαρία Μύρτου μας έρχεται γυναίκα πάντα, πάντα βαλμένη να εκπληρώση παράπλευρα του αντρός της κάποιονε διαφορετικό, μα όμοια σοβαρό και κυρίαρχο προορισμό, πιο πολύ στοργής παρά ενέργειας, πιο πολύ της καρδιάς, παρά του νου υποκείμενο. Μα το καράβι της είναι καλά σαβουρωμένο.

Ως τόσον εφημίσθη εις όλην την πολιτείαν, ότι μετά τον θάνατον του ιατρού μέλλει να ακολουθήση ένα θαύμα ανήκουστον· όθεν την ερχομένην ημέραν εσυνάχθησαν όλοι οι άρχοντες του παλατίου και πολύ πλήθος λαού διά να ιδούν το αποβησόμενον· και ιδού έρχεται ο ιατρός με το βιβλίον εις τας χείρας και εσίμωσε έως εις τον θρόνον του βασιλέως· και εζήτησε να του φέρουν ένα δίσκον, εις τον οποίον άπλωσε το μανδήλι με το οποίον εκρατούσε το βιβλίον τυλιγμένον, και απλώνοντας το βιβλίον εις τας χείρας του βασιλέως του λέγει· ευθύς οπού κοπή η κεφαλή μου, να την θέσουν επάνω εις τούτο το μανδήλι εις τον δίσκον, και θέλει σταματήσει ευθύς το αίμα, και ύστερα θέλεις ανοίξει το βιβλίον, και το κεφάλι θέλει αποκριθή εις όλα τα ερωτήματά σου.

Εις επίμετρον πάντων τούτων έρχεται τέλος επιστολή ανέκδοτος του Διάκου προς τους άρχοντας της Λεβαδείας ημερολογημένη τη 11η Απριλίου και υπάρχουσα εις χείρας του Κυρίου Φιλήμονος, εν η αναγγέλλεται παρ' αυτού του οπλαρχηγού η μετάθεσις του στρατοπέδου από Αλαμάνας εις Υπάτην.