United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δεν είνε αρκετά μεγάλη η κοκκώνα του, η μήτηρ του έδιδεν άλλην να εκλέξη, αλλ' αυτός δεν ημέρωνεν ούτε ήθελε να ταιριασθή. Το βέβαιον είνε ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του.

ΜΙΣΤΡΑΣΔεν είναι τίποτε Ησυχάστε κοκκώνα μου. Συνειθισμένα πράγματα. Αφήστε την να ησυχάση. ΛΕΛΑΤι κρίμα! Άλλοι κάνουν να φύγουν. Σταθήτε, κυρίες και κύριοι. Μία ιδέα! Μου κατέβηκε μία ιδέα. Μία και είμαστε εδώ θα παρακαλέσουμε τη δεσποινίδα Λέλα ν' αναπληρώση τη θεατρίνα. Απαγγέλλει θαυμάσια. ΟΛΟΙΜάλιστα, μάλιστα. Σύμφωνοι! ΛΕΛΑ — Ο ανθυπολοχαγός τρελλάθηκε! Εγώ να κάμω την Οφηλία!

Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή.

Η γρηά ζητά τον ψύλλο μέσ' στο πάπλωμα κ' εκείνος κάθεται πα στα ματογυάλια της. Όμως μην ειπής ακόμη τίποτε εις την Βαλινδέ, την κοκκώνα. Είπα και εις τον Μιχαήλο το ίδιο. Όταν μ' ερώτησε σήμερον πρωί, της είπα, πως η θέσις μου μ' απαγορεύει να ειπώ τίποτε πριν αποφανθή το δικαστήριον. Η καϋμένη η κοκκώνα! Δεν είπε τίποτε, αλλά φοβούμαι πως ενόησε την αποτυχίαν μου.

Μόνον σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μία παράξενη φωνήΓια τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! — Άλλο απ' αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!

Και γι' αυτό ίσως τόσο δυσφημισμένη! η πέτρα της γουρσουζιάς, της δυστυχίας. Ά ν ν α. Κυρία, είναι το μοντέλο σας. Η τσιγγάνα. Και ρωτά αν θα εργασθήτε σήμερα. Μ α ρ ί α. Ναι, ας έλθη. Πρέπει να τελειώνωμεν. Τ σ ι γ γ ά ν α. Γεια σου και χαρά σου! Κοκκώνα μου. Μ α ρ ί α. Καλώς την. Ξέρεις, σήμερα, είμαι κουρασμένη. Δεν έχω καιρό να εργασθώ πολύ. Τ σ ι γ γ ά ν α.

Κι' ο κερδισμένος απ' όλους είσαι του λόγου σου, κοκκώνα Κατίγκω, που ντύνεσε με το τίποτα. Βλέπεις Λελούτσια, πώς τα καταφέρνη η μητέρα σου! Αυτά να ντα πης της θειάς σου. Πως εδώ στην Πόλη, η γυναίκες μας και ντύνουνται ωραία και την οικονομία τους κυττάζουν. Εμείς, βλέπεις, της χάσαμε της χιλιάδες της λίρες μας και πρέπει να τα καταφέρνωμεν όπως, όπως. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους κυάμους εις διαφόρους τριάδας, κατά το φαινόμενον, αποδίδουσα εις εκάστην διάφορον θέσιν και ιδιότητα. — Τρεις τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά — σ α ρ α ν τ α έ ν α! Πόσα κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα; — Σαράντα, είπεν η μήτηρ μου. — Και σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς.

Κύτταξε εδώ, κοκκώνα, τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. — Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν. — Τώρα, είπεν έπειτα, σεις μετρήσετέ τα κι' εγώ να τα ρωτήσω.

Η πεθερά, Άννα, εκατάλαβες; Ά ν ν α. Ώ! κυρία. Μα τότε πρέπει να σφουγγαρίσωμεν. Η κοκκώνα Κατίγκω θα πάη να σκαλίση και στο πλυσταρειό, ακόμη... Σκηνή ε'. Δ ώ ρ α Για να εορτάσης την άφιξιν της πενθεράς σου, της κ Μεμιδώφ. Τι απλή που είσαι! Μ α ρ ί α. Και συ τι κακή! Δ ώ ρ α. Καλά, καλά. Ρώτησε και την Άνναν, που την γνωρίζει... Μ α ρ ί α Προστυχειές. Άκουσε, Δώρα.