United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έγγραφεν ο ασθενικός ποιητής, ήτο γίγας, ηδύνατο να εναγκαλισθή το &πεντελικόν& να το σφίξη δυνατά, να γίνη &σταυραητός& με νύχια κοφτερά να σπαράσση θηρία, νανοίγη μακρυά φτερά και ν' απλόνη παχύν ίσκιον, να γίνη νυχτοπούλι και να περιπατή με το φεγγάρι, με τ' άστρα όλο σε ρεμματιαίς, σε στρούγγες, σε 'ψιλαίς ραχούλαις και να ψάλλη με φωνήν πουλιού.

— Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς. — Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο. — Το καλλίτερο; — Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο. — Τι άλλο; — Δεν το λέγω αυτό. — Γιατί; — Γιατί σκιάζομαι. — Τι σκιάζεσαι; — Μήπως σε τρομάξη. — Να με τρομάξη εμέ; — Ναι. — Γιατί; — Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει. — Δεν βαρυέσαι! — Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά. — Και λίγη γνώσι;

Έστω, θα φύγω λοιπόν μακρυά απ' αυτό τον τόπο, μακρυά, — άθλιος όπως ήρθα άλλοτε. Αλλά τουλάχιστον, πήτε στο Βασιληά, γι' ανταμοιβή των περασμένων υπηρεσιών μου και για να μπορώ δίχως ντροπή να φύγω μακρυά από δω, να μου δώση λίγα χρήματα να πληρώσω τα έξοδά μου, και να εξοφλήσω το άλογό μου και τα όπλα μου. — Όχι, Τριστάνε, δεν έπρεπε να μου κάμετε αυτή την αίτηση.

Φοβήθηκαν και τον αφήκαν να περάση. Πήρε την Ιζόλδη στα χέρια του: «Φίλη, πρέπει κι' όλα να φεύγω. Σε λίγο θα μανακαλύψουν. Πρέπει να φύγω και ποτέ πεια δε θα σε ξαναϊδώ βέβαια. Ο θάνατος μου είναι κοντινός: μακρυά μας, ο πόθος θα με πεθάνη. — Φίλε, κλείσε τα χέρια και σφίξε με τόσο δυνατά ώστε απάνω σ' αυτό το αγκάλιασμα να σπάσουν η καρδιές μας κ' η ψυχές μας να φύγουν.

Είνε λίγα χρόνια τώρα, μια πρωινή, με οδηγό τον παντοτεινό μου αγωγιάτη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, επήγαινα από τη χώρα στην εξοχή, μιάμιση ώρα μακρυά. Ο δρόμος δεν είνε άσχημος, τα περίχωρα μόνο σου φέρνουν μελαγχολία.

Μπροστά αυτός και πίσω πεζοί και καβαλλάρηδες, τράβηξε μακρυά κατά το κάστρο, στη μεγάλη τη σιδερόπορτα για να δεχθή το βασιλόπουλο. Έξω απ' το κάστρο αγκαλιαστήκανε ο βασιλιάς με το παιδί του. Και σαν εφιληθήκανε γλυκά, τούβαλε την κορώνα στο κεφάλι του, καινούργιος βασιλιάς, να περάση τη σιδερόπορτα να μπη στην πολιτεία. Μισοούρανα σηκώθηκε η χαρούμενη χλαλοή των πιστών του.

Ο Αλικιάδης ήτο παμπόνηρος, και τα χέρια του ωμοίαζαν με γάντζους. Δεν ειμπορούσες να του βγάλης λεπτά ούτε με το δόλωμα ούτε με το «παρασούβλι». Δεν έδιδε πέντε χωρίς να είνε βέβαιος ότι θα λάβη δέκα. Εβραίος σωστός. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος ήτον αγαθός, «ψυχαράκι, ο καϋμένος». Πώς εφαίνετο ότι ήρχετο από μακρυά! Σωστός Κελεπούρης!

Πρόσεχε τώρα· πρώτα θέλει μου ερευνήσης τίνες ευρίσκονται Δανοίτους Παρισίους, ποίοι και πώς, τα μέσα 'πώχουν, και πού μένουν, ποια συντροφιά, τι δαπανούν και άμα με τούτο το κλωθογύρισμα του λόγου μάθης ότι γνωρίζουν τον υιόν μου, ιδού πώς θέλει φθάσης ταχύτερα παρ' αν αμέσως ερωτούσες· δείξε πώς τάχ' από μακρυά μόνον τον ξεύρεις· «τον πατέρα του» ειπέ «και φίλους του γνωρίζω, και αυτόν κάπως». Νοείς τούτο, Ρεϋνάλδε;

Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!

Ο κόμης Ριόλ είχε στήσει το στρατόπεδο του τρία μίλλια μακρυά από το Κάρχαιξ κι' από πολλές ημέρες οι άντρες του Δούκα Χόελ δεν τολμούσαν πεια να περάσουν της πόρτες να τον χτυπήσουν. Όμως την άλλη μέρα κι' όλα, ο Τριστάνος, ο Καερδέν, και δώδεκα νεαροί ιππότες βγήκαν από το Κάρχαιξ, φορώντας τους θώρακας και της περικεφαλαίες, και κάλπασαν κάτω από το δάσος των ελάτων μέχρι της εχθρικές σκηνές.