United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκράτησε τον γέρον από των δύο ώμων, και του είπε με τόσον απαλήν, αλλά και λεπτήν φωνήν, ώστε και κωφός θα ήκουε: — Ακούς, γέρο;...ήρθαν εκείνοι, να μας κλέψουν την Λουκρητία, ή να μας πάρουν τον μύλο και τα κτήματα... Έχω εδώ το ρεβόλβερο... Σήκω, να ιδούμε τι θα κάμωμε... μη μας σπάσουν την πόρτα, γέρο-Σταμάτη.

Μήτε κι' οι Τρώες μπόρεσαν τους Αχαιούς να σπάσουν κι' ως στα καλύβια μια φορά και πλοία να ζυγώσουν. 409 Γιατί τους λόχους σφίγγοντας βαστούσαν λες σα βράχος 618 μεγάλος κρεμαστός μπροστά σε θάλασσα οργισμένη, άσειστος βράχος κιας βογγάει τριγύρω ανεμοζάλη 620 κι' άπαφτα ας του ξερνάει αφρούς το κύμα θεριεμένο· έτσι έστεκαν κι' αφτοί άσειστοι και βήμα δεν κουνούσαν.

Φοβήθηκαν και τον αφήκαν να περάση. Πήρε την Ιζόλδη στα χέρια του: «Φίλη, πρέπει κι' όλα να φεύγω. Σε λίγο θα μανακαλύψουν. Πρέπει να φύγω και ποτέ πεια δε θα σε ξαναϊδώ βέβαια. Ο θάνατος μου είναι κοντινός: μακρυά μας, ο πόθος θα με πεθάνη. — Φίλε, κλείσε τα χέρια και σφίξε με τόσο δυνατά ώστε απάνω σ' αυτό το αγκάλιασμα να σπάσουν η καρδιές μας κ' η ψυχές μας να φύγουν.

Κι' ενόσω αφτοί τούς άρπαζαν τ' αστραφτερά άρματά τους, 195 τότε όσοι νιοι τον Έχτορα στην έφοδο ακλουθούσαν, που πιο πολλοί είταν κι' άτρομοι και το τειχί να σπάσουν πρώτοι ήθελαν και με φωτιά να κάψουν τα καράβια, αφτοί έστεκαν σα δίγνωμοι μπρος στο χαντάκι ακόμα.

Κι' ανεμοζάλη ο Δίας οχ' τα βουνά τους έστειλε της Ίδας, που στα πλοία φύσαε γραμμή τον κουρνιαχτό, και ζάβωνε τα μάτια των Αχαιών μα πλήθαινε τη δύναμη των Τρώων. 255 Απ' τα σημάδια του έτσι αφτά κι' απ' την αντριά τους θάρρος πήραν, και το τρανό τειχί να σπάσουν προσπαθούσαν.

Και τους μιλούσε, λες και τον καταλάβαιναν, και τους έλεγε να προσέχουν μην σπάσουν, μην ξεραθούν, να μεγαλώσουν καλά και να δώσουν πολλά φρούτα, όπως ήταν το χρέος τους, αλλά κάποιος θόρυβος στο δρόμο τράβηξε την προσοχή του. Ο ντον Πρέντου, περήφανος και βαρύς πάνω στο μαύρο, παχύ άλογό του, περνούσε πίσω από την αιμασιά.

Όταν είδε ποιος είμαι, και τι βάσανα υπέφερα και λύπαις, 'ς την αγκαλιάν μου χύνεται και ταις φωναίς αρχίζει, ωσάν να θέλη με φωναίς τους ουρανούς ν' ανοίξη, και πέφτειτον πατέρα μου επάνω, και μου λέγει τα όσα εδοκίμασεν ο Ληρ, κι' αυτός μαζί του, οπού δεν ήκουσεν αυτί ακόμη τέτοια πάθη! Και όσον μου τα έλεγε τον έσφιγγε η λύπη και της ζωής του αι χορδαίς επήγαιναν να σπάσουν.

Τι άλλο είταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά! Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χωριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλλίτερα ο νους σου να σε φέρνη εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες!