United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ένα γλυκό βραδάκι, Που μοναχή η Πεντάμορφη αγνάντευε απ' το κάστρο, Τ' αγαπημένα αδέρφια της με πόνο ακαρτερώντας, Να πηλαλάη έν' άλογο βλέπει μακρυά 'ςτόν κάμπο. Απέρναγε σαν σύγνεφο οπού το διώχνει ο αγέρας, Κι' όπως βογγάει το σύγνεφο εκείνο εχλιμιντρούσε. Γοργό, αφρισμένο επλάκωσε σε λίγο μέσ' 'ς το κάστρο Μ' ένα δισάκι απάνω του και δίχως καββαλλάρη.

Τώρα η γη λαχανιάζει δυνατά και γρήγορα! Ο σκοτισμένος Σταυρός τρέμει! Οι ανέμοι εσώπασαν — ο αγέρας ησυχάζειμια καταχθόνια βουή βογγάει κάτω από τα πόδια τους και μερικοί από τον άθλιον εκείνον όχλο αρχίζουν να κατεβαίνουν από το λόφο. Τα άλογα μυρίζονται τον επερχόμενο τρόμο κι αδάμαστα από το φόβο τους καταντούν.

Μήτε κι' οι Τρώες μπόρεσαν τους Αχαιούς να σπάσουν κι' ως στα καλύβια μια φορά και πλοία να ζυγώσουν. 409 Γιατί τους λόχους σφίγγοντας βαστούσαν λες σα βράχος 618 μεγάλος κρεμαστός μπροστά σε θάλασσα οργισμένη, άσειστος βράχος κιας βογγάει τριγύρω ανεμοζάλη 620 κι' άπαφτα ας του ξερνάει αφρούς το κύμα θεριεμένο· έτσι έστεκαν κι' αφτοί άσειστοι και βήμα δεν κουνούσαν.

Τ' είν' αυτό που ασπρίζει; — Είναι χέρια. Δεν βλέπεις; Δυο χέρια γυμνά που κτυπούν το χώμα. — Δεν ακούς; — Ακούω. Ο άνεμος βογγάει μέσα στο πένθος του κάμπου. — Όχι, δεν είν' ο άνεμος. Η φωνή φωνάζει κάποιον να βγη απ' το χώμα : «Έλα! Έλα !. .. » Τον φωνάζει. — Ναι, ακούω τώρα. Φωνάζει: «Έλα! Έλα.... Τα χέρια κτυπούν το χώμα. Τα μαλλιά σέρνονται χάμω. Η φωνή φωνάζει: «Έλα ! Έλα....»

Φαντάσου! είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. — Μα τι τρέχει ; θες τίποτα ; τον ρώτησε η Ελπίδα. — Ξέρω κ' εγώ να· είπε κείνος λαβαίνοντας ύφος πικραμένο· η Κυρά δε μου φαίνεται καλά. Όλο βογγάει και ταράζει σαν το ψάρι απάνου στο κρεββάτι. Της ρίξαμε ρούχα, της ρίξαμε, μα δε μπορεί να συνέρθη. Άσκημα μου φαίνεται· άσκημα, πολύ άσκημα!

Μοσχαδώ, Μοσχαδώ! βογγούσε με βραχνιασμένη φωνή.. Δυο ανθρώποι ζυγώσανε τρομαγμένοι. — Μωρέ τ' είν' εδώ; Ποιος βογγάει; — Κανένας λαβωμένος! είπε ο ένας στον άλλον. Ο ένας άναψε ένα σπίρτο κ' έσκυψε να δη. Σαν έφεξε και είδε, έβαλε τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και φασκέλωσε: — Εσύ 'σαι, Μπαρμπα-Δημητρό; Μπα, κακό χρόνο νάχης! Και τραβήξανε το δρόμο τους. Πρωί-πρωί πήγα να τον δω στη φυλακή.

Έτσι έρχουμαι στα πόδια σου να πέσω τώρα, αν θέλεις του γοργοπέθαντου μου γιου ασπίδα ναν του δώκεις, τσαπράζα, και τουσλούκια διο με τεριαστά θηλύκια, και κράνος· τι όσα αν είχε πριν, παν ο πιστός του βλάμης 460 τού τάχασε, κι' αφτός βογγάει με δίχως όπλα χάμουΤότε ο πιδέξος απαντάει και ξακουστός τεχνίτης «Έννια σου, Θέτη· συλλογή αφτό μην τόχει ο νους σου.

'Ψηλάτο Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφιατο νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.

Κι' εμένα εδώ η καρδιά μου βογγάει στα στήθια, άμα αγρικώ και σ' αναθεματάνε οι Τρώες που τραβούν πολλά μαρτύρια για τα σένα. 525 Μον πάμε τώρα, κι' όλα αφτά τα σάχνουμε κατόπι, αν δώσει ο Δίας λεφτεριάς ποτήρι καμιά μέρα να πιούμε στους παντοτινούς θεούς των ουρανώνε, σα διώξουμε τους Αχαιούς αλάργα απ' την πατρίδα

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ’ άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.