United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια, Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο Και δένουν τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια, Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν. Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης, Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.

Δεν βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουντην αράδα, σαν τους νιουδαίους, να συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή κολλάρο. Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα δεν ρωτάς εμένα;

Μα είπα κ' εγώ στα κορίτσια: «άστε, μην ανακατευόσαστε στου άλλου το διάφορο· εδώ είναι περί ζωή και θάνατο βλέπεις: νάχης έπειτα και την ευθύνη!. . .» -Και βέβαια είναι πολύ λεπτότατα πράγματα αυτά-αχνολάλησε η Δεσποινίς Μπιμπίκα. -Και τι έχει, Κυρ Γιατρέ μου, η Βεργινούλα μας;-συλλογίστηκε τώρα μόλις να ρωτήση η γριά-καμμιά λιγοθυμιά πάλι.

Αφίνω ακόμα διάτα και τόνε βάνω σε όρκο φρικτό εις το όνομα του Θεού, του Χριστού, της Παρθένος, εις τα κόκκαλα των γονηών μας και του αδερφού μας Φιλόθεου, και εξορκίζω τον αδερφό μας Γηώργη, το σταυρό το μαλαματένιο να μην τόνε πειράξη· να τον απιθώση σε μια εκκλησιά να λειτουργιέται και να κάμη κολάγι και τόνε στείλη στην πατρίδα μας του Παπαθανάση να τον απίθώση στην εκκλησιά μας, γιατί άνθρωποι είμαστε και πέφτομε σε λάθο· αυτός ο σταυρός είναι του μακαρίτου αδερφού μας Φιλόθεου και νάχης την ευχή του, Γηώργη μου, να τον φυλάξης.

Τώρα μας παίρν' η Ελπίδα χωπ! στο σπίτι του Μορφόπουλου. Να τι θα ειπή να ζη κανείς πολλά χρόνια! Α, μα το ψωμάκι· τη βαρέθηκα τέτοια ζωή... — Μα τώρα δεν έχει πια να μας κουνήση κανείς από 'κεί. — Κανείς! δεν έχει να μας κουνήση κανείς! τι λες άραχλη ; — Εκειό που σου λέω· τώρα θα ησυχάσουμε για καλά. — Για καλά; Βέβαια, σα νάχης δίκιο. Από 'κεί θα φύγουμε με ξένα πόδια. — Τι; καβάλλα;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Εσύ, μαϊμού! — Ώ! του Θεού την ευλογίαν νάχης! — Πλην τι θα γείνης, πώς θα ζης χωρίς πατέρα τώρα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Α, μάννα, θα τον έκλαιες αν ήτο 'πεθαμένος. Κι' αν δεν τον έκλαιες, αυτό θα ήτο το σημείον ότι πατέρα γρήγορα καινούριον θα μου εύρης. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Πώς φλυαρείς, πολυλογά!

Επί τέλους δε απελπισθείς, τον αφήκε στην οργήν του Θεού. Θέλω, παιδί μου, νάχης χίλια πρόβατα, μα σα δε θες εσύ, ουρά μην αποτάξης. Και θα δούμε ποιος θα το μετανοιώση. Εις την ερημίαν, εις την σιγήν των βουνών και των χειμαδίων, ο Μανώλης δεν εβράδυνε να εξαγριωθή τελείως. Εις τούτο δε συνετέλεσε μεγάλως και η φοβερά ανάμνησις του σχολείου.

Κι ο μάστορας απ’ την άλλη μεριά του λέει : Αυτή τώρα πια γλύτωσε κι' ησύχασε. . . σάματις που θα πάμε κ' εμείς !-Δε λες καλά που δε σ' άφησε κάνα παιδί, νάχης τώρα ντράβαλα στο κεφάλι σου.

Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-Κυρατσού. — Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και πολυτέλεια, που φυλάνετην αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί, γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο.

Σύρε, μητέρα μ', στο καλό και στην καλή την ώρα, κ' εμένα να με καρτεράς το Σάββατο το βράδυ, όταν σημαίνουν εκκλησιαίς και ψαίλνουνε παπάδες, τότες και συ, μανούλα μου, νάχης χαραίς μεγάλαις. Και τι χαραίς μεγάλαις, τω όντι, τι χαραίς δι' όλα τα παιδία!