United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού, υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος.

Κλαίω μέρα- νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την φτώχια μας. Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το κάμης αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να έλθης. Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να επανέλθη πλέον εις το χωρίον.

Η γρηά-Κυρατσού, όλη χαρά, την επαύριον, ήρχισε να σκουπίζη το μικρόν μαγαζείον, να τινάζη τας αράχνας της οροφής και των τοίχων, να πλύνη καλώς τους ξυλίνους πάγκους και το ταμείον το ξύλινον, ν' ασπρίζη τους τοίχους και να σφουγγαρίζη το λίθινον αυτού έδαφος. Σχεδόν ετραγουδούσεν από την χαράν της η γραία, θλιβομένη μόνον διά την κόρην της, που δεν έκαμνε παιδιά, η ακαμάτα, να έχη βοήθειαν.

Αυτά έλεγον και επανελάμβανον οι γείτονες, οίτινες είνε παντού και πάντοτε οι αυτοί. Αυτά οι γείτονες τα ήκουσαν από την γρηά-Κυρατσού, η οποία πάλιν τα ήκουσεν από τον γαμβρόν της τον Λαλεμήτρον, όστις μετήρχετο τον αλευροπώλην εν τω χωρίω, υπό τον μικρόν αυλογύριστον οικίσκον, την πολύτιμον της Θωμαής προίκα, διατηρών αλεύρου μαγαζείον.

Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή οκά χωρίς άλλο! Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.

Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.

Χριστός και Παναγία! ανέκραξε διαμαρτυρομένη η γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου! — Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, καιτα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα ψόφια . . . — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα! Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη. — Κι' απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . . Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα. — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα!

Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας. — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του! Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας.

Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα: — Θωμαή μου! Θωμαή μου! Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ κ' εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας υδαρείς της κλάρας σταφυλάς.

Που κάθονται ως τα μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . . — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού. — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;