United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς; Είνε δυνατόν, είνε επιτετραμμένον, όταν ομιλή τις ξένος περί της νέας Ελλάδος και των νέων Ελλήνων, περί των κληρονομικών αυτών δικαιωμάτων και των εθνικών αυτών ελπίδων, να μη πλύνη πρώτον, κατά το δημοτικόν λόγιον, το σ τ ό μ α τ ο υ μ ε ρ ο δ ό σ τ α μ ο ν;

Εχώριζε το είνε του σε δυο, άδραζε ένας τον άλλον από το λαιμό, τον έσφιγγε με λύσσα, τον έφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας να πλύνη τη ντροπή από πάνω του. — Άτιμε! ταρτούφο!.... θεομπαίχτη! .. . εψιθύριζε. Η λιτανεία ως τόσο ακολουθούσε το δρόμο της. Τώρα προχωρούσε μέσα στο χωριά, από τους κεντρικούς δρόμους. Το λιοπύρι άναβε τα καύκαλα.

Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά νανάψη το πυρ. Ο δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνη το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανώλην ότι είχεν ανακαλύψη τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξη εις το φως της σελήνης.

Κοντά το μεσημέρη, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, διά να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν ειπεί ότι θα έβραζεν η Αμέρσαήτις είχε πάντοτε τον αργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνείθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίαςδιά να γευματίσουν. Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη.

Καλώς φαίνεται η έκπληξις του ηγαπημένου μαθητού εν τη διηγήσει ότε ενδιατρίβει εις πάσαν λεπτομέρειαν της σκηνής ταύτης. «Ειδώς ότι ο πατήρ παρέδωκε πάντα εν χερσί αυτού και ότι από του Θεού εξήλθε και προς τον Θεόν υπάγει, ηγέρθη από του δείπνου και απέθηκε τα ιμάτια, και λαβών λέντιον διεζώσατοΕίτα εγχύσας ύδωρ εις την μεγάλην λεκάνην ήρχισεν να πλύνη τους πόδας των μαθητών και να σπογγίζει τούτους με το λέντιον με το οποίον ήτο ζωσμένος.

Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε. — Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον· Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ.

Το βέβαιον είνε ότι ο Σμυρνιός εξηκολούθει να πλύνη τους ναργιλέδες του και να καταγίνεται εις τας πολλάς του ασχολίας με πλήρη ηρεμίαν συνειδήσεως και καρδίας, χωρίς καθόλου να υποπτεύεται ότι μία τρυφερά καρδία εφλέγετο χάριν αυτού και ότι εις μίαν μικράν κεφαλήν επλέκοντο όνειρα, τα οποία τον απέβλεπον.

Τι ησθάνετο; απερίγραπτον. Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνη και να αφαιρή τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει.

Είχεν ακούσει προσέτι από τον πατέρα της η χήρα η Αλτανού ότι ο προπάππος της, γέρων 70 ετών, παλαιός ναύτης και αυτός, εξελθών, ένα βράδυ, από τον εσπερινόνΙούλιος μήναςκαι θελήσας να πλύνη τους πόδας του, κάτω εις τον αιγιαλόν τον δροσερόν και καθαρόν πάντοτε, ωλίσθησεν αίφνης και κατέπεσεν, ο γέρων, πρηνής προς τα ένδον, εις τάπατα, και παρευθύς απερροφήθη, γενόμενος άφαντος.

Η μικρότερα, συμπαθητικό κοριτσάκι, έως δώδεκα χρόνων, από πολύ πρωί εβοήθει την μητέρα της εις το ποτάμι να πλύνη, και έτρεξε καθώς ήτο με το βαμβακερό φόρεμα της εργασίας της. Πρώτην προσεκάλεσεν ο συμβολαιογράφος να καθίση εις τον εργαλειό την μεγαλειτέραν.