United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αϊμά, χωρίς ν' αναγγείλη εις την Γύφτισσαν, είχε φορτωθή προ δύο ωρών κάνεον πλήρες φορεμάτων και απήλθεν εις τον αιγιαλόν, σκοπούσα να πλύνη αυτά εις το αλμυρόν ύδωρ και ακολούθως να τα &ξεγλυκάνη&. Αλλ' ετιμωρήθη διά την καλωσύνην της.

Οι Ιουδαίοι των μεταγενεστέρων χρόνων διηγούντο μετά μεγάλου θαυμασμού, πως ο ραββίνος Αχίβας, όταν ήτο φυλακισμένος και επρομηθεύετο δι' ύδατος τοσούτου μόνον ώστε να μη αποθάνη εκ δίψης, επροτίμησε ν' αποθάνη εκ πείνης μάλλον ή να φάγη χωρίς να πλύνη τας χείρας.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμηρίζη, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνη μαλακά, και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ', όχι, χαδιάρη μ'! όχι κεφαλά μ', πάπο μ', χήνο μ'»! Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μάμμη Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, διά ν' ασημώσουν το παιδίον.

Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων. — Περίμενε. Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου, και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας.

Αυτή επλησίαζε με μίαν νοστιμάδα ευγενικήν προς τον Κουλούφ, του οποίου επήρε το χέρι και το εφίλησε, και ύστερον ετοίμαζε διά να του πλύνη τα ποδάρια εις μίαν λεκάνην χρυσήν.

Ο Μανώλης, όστις εν τω μεταξύ ανεκάλυψεν εις το απέναντι δώμα την Πηγήν απλώνουσαν εις τον ήλιον το ύφασμα, το οποίον είχε «λευκάνει» εις τον ποταμόν, μόλις ήκουε την φλυαρίαν της χήρας. Αλλ' αυτή κύπτουσα επί της «πλύστρας» και εξακολουθούσα να πλύνη, εξηκολούθει και να του ομιλή περί της θυγατρός της. Ήτον μετανοημένη που δεν την αφήκε στη χώρα.

Τι ιατρικόν θα του δώσης, ιατρέ μου; ηρώτησεν η κυρά Λοξή, κλείσασα τον ένα οφθαλμόν διά να υποδείξη προς τίνα σκοπόν η ερώτησις. — Θα του δώσω κάτι να πλύνη τα 'μάτια του. Αλλά πρέπει και να δουλεύη με τα χέρια του. — Αυτό του λέγω κ' εγώ, ιατρέ μου! Με τα χέρια σταυρωμένα και τα 'μάτια κλειστά σκουριάζει ο νους του ανθρώπου. Του λέγω να πλέκη καλάθια.

Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά: — Μ' εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού μου. Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού-Χωριού, όταν παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι' αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκείνων, πώχουν μαύρα μαλλιά.

ΕΡΜ. Η γνώμη μου είνε η εξής• αυτή η γυναίκα, διά να μη γεννήση κανένα τέρας πολυκέφαλον, να επιστρέψη εις τον άνδρα της πίσω εις την Ελλάδα• αυτοί δε οι δύο φυγάδες να παραδοθούν εις τους κυρίους των και να εξακολουθήσουν να εργάζωνται εις τας εργασίας τας οποίας είχαν προηγουμένως• ο μεν ένας, ο Ληκυθίων, να πλύνη τα λερωμένα ενδύματα, αυτός δε ο Μυρωδάτος να ράπτη πάλιν τα σχισμένα ενδύματα, αλλ' αφού προηγουμένως μαστιγωθή με τσουκνίδαν.

Ημπορεί του Ποσειδώνος όλος ο άπειρος Ωκεανός αυτό ποτέ το αίμα να πλύνη απ' το χέρι μου; Όχι! Το χέρι τούτο το πέλαγος τ' απέραντον θα καταπορφυρώση, να κάμη κατακόκκινα τα γαλανά νερά του ! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ επιστρέφουσα. Τα χέρια μου κοκκίνισαν 'σάν τα δικά σου· όμως θα εντρεπόμην την καρδιάν αχνήν να έχω τόσον!