United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν είδε την πενθεράν του να φωνάζη και να χειρονομή τόσον μακράν, ώστε δεν ηδύνατο ν' ακούη τι αυτή έλεγεν, οδηγούμενος μόνον από την διεύθυνσιν των χειρονομιών της, είδε την Φραγκογιαννού να φεύγη προς το μέρος του δάσουςτότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, κ' εφώναξε μεγάλη τη φωνή προς την Φραγκογιαννού·Τι είναι; . . . Τι τρέχει;

Έτσι ο Κουλούφ με όλον που ήτον δαρμένος έτρεξε με χαράν προς την αγαπημένην του Δηλαράν και ωσάν την είδεν, ευθύς του εδιάβησαν οι πόνοι, της οποίας εδιηγήθη τα όσα επέρασεν εκείνην την ημέραν.

Ο Χίλων, ο οποίος παρεπονείτο ότι είχε τραυματισθή εις τους πόδας, έτρεξε τόσον ταχέως, ως εάν είχε λάβει πτέρυγας Ερμού και μετ' ολίγον επέστρεψεν. — Όχι, είπεν, η θύρα αυτή είνε η μόνη.

Ημέραν όμως τινά, αφού ηρώτησε την τιμήν των αργυρών σκευών διά το τζάι, τα οποία της είχα προσφέρη διά την εορτήν της, ανέκραξε μετά τινος μελαγχολίας. — Κρίμα τα τόσα χρήματα. Με αυτάς τας εξακοσίας δραχμάς θα έκαμνα ένα φόρεμα από βελούδον. — Κάμε, απεκρίθην, και το φόρεμα. Επήδησεν από την χαράν της, με ησπάσθη και εις τας δυο παρειάς και έτρεξε να το παραγγείλη.

Να εκείν' η γρηά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μέσ' το σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ. Είτα προσέθηκε·Δε μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίαν της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

Μα οι καιροί ενάντιοι μας άργησαν και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, δεν είχαμε ούτε τον μισό δρόμο παρμένον. Όμως να που ήταν κάποιος σαββατογεννημένος στη γολέτα κ' έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια και ηύραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικον κ' εδιπλάρωσεν η «Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Επήδησεν ο καπετάνιος πρώτος· έτρεξε σπίτι του.

Η μικρότερα, συμπαθητικό κοριτσάκι, έως δώδεκα χρόνων, από πολύ πρωί εβοήθει την μητέρα της εις το ποτάμι να πλύνη, και έτρεξε καθώς ήτο με το βαμβακερό φόρεμα της εργασίας της. Πρώτην προσεκάλεσεν ο συμβολαιογράφος να καθίση εις τον εργαλειό την μεγαλειτέραν.

Είμαι τόσο κουρασμένη σήμερα. ΜΙΣΤΡΑΣΚαι το αποβέγγερο; Α! κυρά μου, μας αφίνετε λοιπόν τόσο γρήγορα. . . ΒΕΡΑΣυχωρέσετέ με, γιατρέ. Βεβαιωθήτε πως μου είναι αδύνατο να μείνω περισσότερο. Είμαι τόσο άρρωστη σήμερα. ΜΙΣΤΡΑΣΤι έτρεξε Τάσσο; Σε βλέπω λυπημένο... ΦΛΕΡΗΣΤι έτρεξε; Αλλοίμονο. Κυνηγούσα μια χίμαιρα γιατρέ. Τώρα το καταλαβαίνω.

Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα. Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια.

Πάρε τα χαιρετίσματα, κρέμασε τα φυλακτό στο λαιμό σου, συχώρα τον και συμπάθησέ με. Ο ξένος έδωκε το φυλακτό, ένα μικρό μεταξωτό χαϊμαλί, και τράβηξε το δρόμο του με σκυμμένο κεφάλι. Η Παυλίνα το πήρε στα μικρά, παχουλά της χεράκια κ' έτρεξε βιαστικά στον αγαπημένο της, παίζοντας με το μικρό θυμητικό.