United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ξένος όμως, τον οποίον ανεγνώρισα, ίστατο ακόμη όρθιος επάνω εις την σκάλαν. Εφαίνετο κατειλημμένος από απερίγραπτον ταραχήν, και τα αστραφτερά μάτια του αναζητούσαν εις τα πέριξ μίαν γόνδολαν. Το απλούστερον ήτο να του προσφέρω την γόνδολάν μου. Η δε προσφορά μου αύτη εγένετο δεκτή.

Την άνοιξιν τουλάχιστον τα πάντα έχουν μίαν απερίγραπτον απαλότητα, ένα άρρητον θέλγητρον· αι περιστεραί τρύζουν εις τα δένδρα· αι μέλισσαι πτερυγίζουν εις ακαταπόνητον δραστηριότητα· ο λαμπρός κυανόχρους κολοιάτης, το κοινότερον και ερασμιώτερον πτηνόν της Παλαιστίνης περιίπταται ως ζωντανός σάπφειρος υπέρ τους αγρούς τους απείρως διηνθισμένους.

Τινές δε ενόμισαν ότι έχει τι το σημαντικόν η κλήσις του Αποστόλου από της σκιάς δένδρου το οποίον εσυμβόλιζε τα εβραϊκά έθιμα και την Συναγωγήν. Αλλ' εκ της όλης σκηνής οφείλομεν να φιλοσοφήσωμεν βαθύτερον ακόμη. Και εις το γεγονός τούτο ανευρίσκομεν και άλλην απερίγραπτον χροιάν πραγματικότητος, άλλο τεκμήριον της γνησιότητος και αξιοπιστίας του τετάρτου ιερού Ευαγγελίου.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Γονός η νέα γενεά των μελισσών η κατά το έαρ απολείπουσα τον γενέθλιον οίκον και μεταναστεύουσα αλλαχόσε. Όστις παρετήρησεν εκ του πλησίον τα πολύτιμα ταύτα έντομα δεν παρέλειψε βεβαίως να σημειώση τον απερίγραπτον βόμβον, όστις επικρατεί εντός της κυψέλης ολίγην ώραν πριν ή εξέλθη ο γονός . Ήθελεν είπη τις, ότι αι μητέρες και οι πατέρες θρηνούσι συνάμα και χαίρουσιν επί τη εξόδω των τέκνων.

Λιικνίζουσά με ως δι' αβροδιαίτων χειρών νυμφών και νηρηίδων, υπερκοσμίων πνευμάτων. Βαυκαλίζουσά με ηδέως. Εάν αι ψυχαί κοιμώνται εν τω παραδείσω, ο ύπνος των δεν θα είναι αλλοίος. Και ότε αφυπνίσθην, την αυγήν, εξηκολούθει ακόμη ο θείος όνειρος. Θέαμα ευρύ. Θέαμα ποικίλον, θέαμα απεριόριστον, απερίγραπτον, ασύλληπτον θέαμα.

Από των δρυφάκτων της γυναικωνίτιδος, όπου θα ίστατο εν τη καλλιτέρα θέσει η σύζυγος του επιτρόπου, θα εθαύμαζεν ανέτως το θέαμα της λαμπαδηφορίας, απερίγραπτον φωτοχυσίαν, μυστηριωδεστέραν καθισταμένην υπό τον πυκνόν καπνόν του κηρού, όστις από των κάτω θα υψούτο προς την γυναικωνίτιδα ως φωτολαμπής νεφέλη.

Ηγρύπνει περισσότερον και από εμέ, και εβιάζετο περισσότερον και από εμέ, όταν παιδίον με απερίγραπτον ανυπομονησίαν ανέμενον την νύκτα του Πάσχα. Τότε μόνον ήθελον να νυκτώνη ταχέως. Τας άλλας ημέρας ήθελον να μη νυκτώνη ει δυνατόν, να μη τελειώσουν τα ατελείωτα παιγνίδιά μου.

Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ' εμού απερίγραπτον βλέμμα.

Ότε είδα τους δύο γέροντας τοσούτον συγκινημένους ησθάνθην εν εμαυτώ αίσθημα απερίγραπτον, απερίγραπτον τοσούτω μάλλον, καθόσον ήτο αόριστον και συγκεχυμένον. Ησθάνθην ως να εγίνετο πλατύτερον το στήθος και υψηλότερον το σώμα μου. Αλλ' ήτο στιγμιαίον και παροδικόν το αίσθημα. Ίσως δε, ίσως γράφων τώρα, περιγράφω μάλλον τι ηδυνάμην να συναισθανθώ τότε, ή ό,τι πραγματικώς και ακριβώς συνησθάνθην.