United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκατόν βήματα απωτέρω, όπου η οδός εκατηφόριζε και ετρέπετο προς το Κάστρον, ημισείας ώρας δρόμον απέχον ακόμη, το έδαφος ήτον όλον κοκκινόχωμα εν μέσω ερεικών και σχοίνων, αι δε μάμμαι μας και προμάμμαι διηγούντο ότι το χώμα εκείνο, έχον ασυνήθη κοκκινωπόν χροιάν, εξέπεμπε προσέτι ευωδίαν ανεξήγητον. Άνθρωπος είχεν &αγιάσει& εκεί, έλεγον.

Ήδη όμως οι ωραίοι της οφθαλμοί διέτρεχον ημέρα τη ημέρα σπανιώτερον τας σελίδας εκείνας· η Λιγεία ησθένησεν· οι παράδοξοι οφθαλμοί της εσπινθηροβόλουν, οι δάκτυλοι προσέλαβον την χροιάν διαφανούς κηρού και αι κυαναί φλέβες του μετώπου επάλλοντο μετά σφοδρότητος· προείδα τον προσεγγίζοντα θάνατον, και το πνεύμα μου επάλαιεν απελπιστικώς προς το μυσαρόν Αδραέλ.

Τούτο δ' επιπροσθέτει χροιάν μελαγχολίας εις τον μονόλογόν της· διότι εθεωρείτο ως κακός οιωνός η παράλειψις της γαμηλίου τελετής· και οικτρώς απέληξε τω όντι ο επί κακοίς οιωνοίς τελεσθείς γάμος ούτος.

Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι! Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις. Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε. Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος. — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την προτέραν του χροιάν.

Πάντα ταύτα συνεχέοντο εις άμορφον χάος, αλλάσσον χροιάν ακαταπαύστως κατά την πυκνότητα της νεφέλης, ήτις εσκίαζε τον δίσκον της πανσελήνου.

Τινές δε ενόμισαν ότι έχει τι το σημαντικόν η κλήσις του Αποστόλου από της σκιάς δένδρου το οποίον εσυμβόλιζε τα εβραϊκά έθιμα και την Συναγωγήν. Αλλ' εκ της όλης σκηνής οφείλομεν να φιλοσοφήσωμεν βαθύτερον ακόμη. Και εις το γεγονός τούτο ανευρίσκομεν και άλλην απερίγραπτον χροιάν πραγματικότητος, άλλο τεκμήριον της γνησιότητος και αξιοπιστίας του τετάρτου ιερού Ευαγγελίου.

Ούτω βαδίζοντες εν σιωπή ωμοιάζομεν συνωμότας. Η νυξ και το κόκκινον φως των δάδων μετέδιδον εις την παράταξιν ημών χροιάν Κατιλιναϊκήν. Εφ' όσον επλησιάζομεν προς τα σφαγεία, το έδαφος νοτισθέν υπό της προσφάτου βροχής καθίστατο σπογγωδέστερον. Ο πιτυλίζων ημάς βόρβορος είχε την ρευστότητα του ύδατος και το ύδωρ την πυκνότητα του βορβόρου.

Τώρα, εκόλλησα τον οφθαλμόν εις την κλειθρίαν, χωρίς καν να σκεφθώ ότι παρέβαινα τους κανόνας της χρηστοηθείας. Η αίθουσα εφωτίζετο υπό των πρώτων ακτίνων της αυγής, ενώ εντός του κλειστού δωματίου μας ο καίων εισέτι λύχνος διετήρει της νυκτός την χροιάν.

Η Ακτή εσιώπησε. Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά. Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον. Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της.

Σημειωτέον ότι η Αϊμά κατά τας ολίγας ημέρας, καθ' ας διέμενεν εν τω μοναστηρίω, είχε συνηθίσει να επιτηδεύηται οπωσούν την γλώσσαν της, και έμαθε να ομιλή άλλως, ή ως ήτο πρότερον συνειθισμένη. Επτά ή οκτώ συνεντεύξεις μετά της Σιξτίνης και μία ή δύο μετά της ηγουμένης ήρκεσαν να μεταδώσωσιν αυτή χροιάν τινα σεμνοτυφίας, ην ουδέ κατ' όψιν εγίνωσκε πρότερον.