United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδέ η εις Ψαρά άφιξις και η εκείθεν αναχώρησις, ουδ' η γενική επί του καταστρώματος κίνησις και βοή ίσχυσαν να την αποσπάσωσι του ληθάργου, εντός του οποίου εφαίνετο βυθισμένη. Τα πάντα ήσαν ως ξένα προς αυτήν. Οι οφθαλμοί της ήσαν προσηλωμένοι, αλλ' έβλεπες ότι δεν προσέχουν εις ό,τι ητένιζον. Μελαγχολία ανεκλάλητος απεικονίζετο εις το βλέμμα, εις την στάσιν, εις την σιωπήν της.

Αυτός πεισμωμένος έχυσεν επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην την πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη εις ένα βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος.

Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο», κ' έτεινε το ους, φανταζομένη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων. Ο πάτερ Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.

τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναιόνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.

Αι αναθυμιάσεις του έαρος εμέθυον τας αισθήσεις της νέας μοναχής, ήτις από τριών ήδη μηνών βυθισμένη εις τα σκότη του κελλίου και της μεταφυσικής ητένιζε και ωσφραίνετο μετ' αυξούσης απληστίας την χλόην των λειμώνων και των ίων την ευωδίαν.

Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες. Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη!

Το μέγεθος αυτών ήτο όσον μεγάλης γαλής· ηρήμωσαν ολοκλήρους συνοικίας και εκένωσαν τας αποθήκας του ναυτικού· έπνιγον τους γάτους· κατεβρόχθιζον τας λαμπάδας των ναών· έτρωγον εν τη κοιτίδι αυτών τα βρέφη· ανέσκαπτον τους τάφους, όπως φάγωσι και τους νεκρούς, την δε ηγουμένην της μονής των Καρμηλιτών οσίαν Ροζαλίαν έφαγον εν τω κελλίω της ζωντανήν, ενώ ήτο βυθισμένη εις έκστασιν ουρανίαν.

Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι! Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις. Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε. Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος. — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την προτέραν του χροιάν.

Λαλεμήτρο μου! Και έμεινε πάλιν εις τα γόνατά της εκεί, βωβή, βυθισμένη εις τον ύπνον, ως καλογραία, εξακολουθούσα τον κανόνα της.

Κ' ενώ τόρα γονυπετής εδέετο παρά την εικόνα και βυθισμένη εις το σκιόφως μόλις διέκρινε την γαλήνιον μορφήν της Παρθένου, διελογίζετο μετ' ανατριχίλας αλλά και αποφάσεως σταθεράς, εάν ο Ζάχος εφονεύετο, εις άλλην έξοδον αυτή η ιδία να σηκώση την ποδιάν, να ζωσθή τα όπλα και να πάγη να συγκρουσθή μετ' εκείνου.