United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πλήθος των προώρων θανάτων πρέπει ν' αποδοθή εις το ότι έκτακτος και δι' αυτάς τας Αθήνας εινε της συνοικίας εκείνης η ρυπαρότης και πνιγηρότεραι αι αναθυμιάσεις.

Η τράπεζα ήτο εστρωμένη εις τον κήπον υπό την σκιάν γηραιάς πλατάνου και έκυπτεν υπό το βάρος των σταμνίων και κρεάτων, ων αι αναθυμιάσεις ανεμιγνύοντο μετά της οσμής των ανθέων. Μετ' ου πολύ δε ήρχισαν να φθάνωσι και οι συνδαιτυμόνες.

Ταυτοχρόνως το μέτωπόν μου περιελούετο από βρωμεράς αναθυμιάσεις και μία χαρακτηριστική οσμή μουχλιασμένων μυκήτων ανέβαινεν εις τους ρώθωνάς μου. Ήπλωσα τον βραχίονα και εφρικίασά παρατηρήσας ότι είχα πέσει κοντά εις το χείλος ενός περιφερικού φρέατος.

Απέθετε τότε το δισάκκιον ν' ανασάνη ολίγον και ανέπνεε την ευώδη της ανοίξεως δρόσον, αγνήν και αθάνατον, ενώ δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, ως από τέλματος, εκάλυπτον κάτω την πόλιν.

ΖΕΥΣ. Ίσως και τούτο, αλλ' εγώ ενθυμούμαι ότι τότε κατελήφθην υπό φοβεράς αηδίας, ένεκα της δυσοσμίας την οποίαν έφερε μέχρις εμού ο καπνός των ψηνομένων ανθρωπίνων σαρκών και αν δεν έφευγα αμέσως διά την Αραβίαν, φοβούμαι ότι θα μ' έπνιγεν ο βρωμερός εκείνος καπνός• και όταν ευρέθηκα μέσα εις τόσην ευωδίαν και τόσα αρώματα και αφθόνους αναθυμιάσεις λιβανωτού, μετά δυσκολίας η όσφρησίς μου απέβαλε το δυσάρεστον εκείνο αίσθημα.

Και το πολύτιμον αυτό ταμίευμα φυλάσσεται εις την γωνίαν εκεί, μέχρις ου σημάνη εκ της οδού ο κώδων της δευτέρας αυτού παρουσίας εν τω κάρρω της αστυνομίας. Αλλ' ο καρραγωγεύς της καθαριότητος δεν είνε δυστυχώς πάντοτε και πανταχού πρωινός. Τις οίδεν εις ποίον πρωινώτερον αυτού οινοπωλείον καταγίνεται να στομώση τον στόμαχόν του προς τας μελλούσας αναθυμιάσεις του κάρρου του.

Τεχνίται βάναυσοι με στάθμην και σφυρίον εις τας χείρας θα μας σηκώνουν διά να μας βλέπη το πλήθος, και βυθισμένοι εις την πνιγηράν ατμόσφαιραν της αναπνοής των, δυσώδους ως εκ της ακαθάρτου τροφής των, θ' αναγκαζώμεθα ν' αναπνέωμεν τας αναθυμιάσεις ταύτας. ΕΙΡΑΣ. Ο θεός φυλάξοι! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και όμως είναι βεβαιότατον, Ειράς.

Είρξαντο δε των περιπλανήσεων διευθυνόμενοι εις Μογουντίαν, ίνα παρευρεθώσιν εις την τελετήν της συμφιλιώσεως του αυτοκράτορας Λουδοβίκου μετά των υιών του. Αλλ' ότε μετά τριήμερον πορείαν έφθασαν εις την πόλιν ταύτην, πένθιμοι ψαλμωδία και κώδωνες οχληροί αντήχουν πανταχόθεν αντί ευθύμων ασμάτων· αντί δε της κνίσσης οπτών κρεάτων νεκρώσιμοι λιβάνου αναθυμιάσεις εμόλυνον την ατμοσφαίραν.

Τα ψυχρά των χείλη εζητούσαν τα ιδικά μου. Επάθαινα δύσπνοιαν από το βάρος του πλήθους αυτού. Αηδία, την οποίαν καμμία λέξις εδώ κάτω δεν ημπορούσε να χαρακτηρίση, εφούσκωνε το στήθος μου και βαρείες αναθυμιάσεις μου επάγωναν την καρδιά. Ένα λεπτόν ακόμη και επείσθην ότι τα βάσανά μου θα ελάμβανον τέλος. Ησθάνθην σαφώς ότι το σχοινί ήρχισε να ξετεντώνεται.

Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, το οποία τον περιστοινίζουσιν, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν.