United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γυιός του βαρώνου φαινότανε σε όλα άξιος του πατέρα του. Ο καθηγητής Παγγλώσσης ήτανε το μαντείο του σπιτιού κι' ο μικρός Αγαθούλης άκουε τη διδασκαλία του μ' όλη την καλή πίστη της ηλικίας του και του χαρακτήρα του. Ο Παγγλώσσης δίδασκε τη μεταφυσικό-θεολογο-κοσμολογο-μηδαμινολογία.

Τον πήρε αγάλι' αγάλια πρώτα στο μπουζούκι του, τον έπαιξε με προσοχή, με πολλή τέχνη, έβγαλε μέσ' απ' εκείνο το ξύλο κι από τα τέλια ένα κομμάτι ψυχής αρμονικά ερωτοχτυπημένης και το άφησε να ξεθυμαίνη στη δροσιά και στη σιγαλιά της φεγγαροστολισμένης νύχτας αγάλι' αγάλια με ξεψύχημα, με καημό, με πονεμένη αρμονία, με μια γλύκα πόμπαινε ίσα στη ψυχή και την έσφιγγε και τη λίγονε και στενοχωρούσε, και την έκανε να στέλνη αναστεναγμούς φλογισμένους στα χείλη οποιανού τον άκουε.

Εκεινής όμως η αντιπάθεια είχε γίνη τρομάρα. Επέμενε να μας λέγη πως δεν έχουν τα δυο του μάτια, το ίδιο χρώμα· και έχανε την όψιν της σαν άκουε το πάτημά του. Μετά μερικές ημέρες την επεριμέναμεν ένα βράδυ να γυρίση από το εργοστάσιο για να διπνήσουμε• η ώρα όμως επερνούσε και δεν εφαίνονταν.

ΛΟΓ. « Ληστής πάλαι πλήρης εν ασωτίαις » πίστει έλαβε τας κλεις της βασιλείας. ΑΝΑΤ. Ιστέκα, ιστέκα, — ιλιστής τι ντουλιά έχει εντώ πέρα για; ΛΟΓ. — Σίγα. — « Ούτος ο πτωχός........ ΛΟΓ. Αλλ' ιπιρτιβειης ω μιαρέκαι δη άκουε, είτα λέγε. ΑΝΑΤ. Ακούω αμμά γιατί λες ιψέματα; ΛΟΓ. Ούτος ο πτωχός Μουράτιος κραυγάζει. ΑΝΑΤ. Οχ.... Μουράτη γυιός ντεν ήτανε, πατέρα του Χατζή Γιορδάνη λέανε

Το μίσος και την περιφρόνησί του στον παππά Συνέσιο την έδειχνε φανερά, γιατί μόλις άκουε πως έρχεται, εσύναζε τα ρούχα του κ' έφευγε γρήγορα γρήγορα γι' άλλο Μοναστήρι, σε ξένο τόπο· δεν ήθελε να τον αντικρύση· πόσα δεν είχε κάμη ο παππά Συνέσιος να τονε δελεάση, να τον γυρίση στο μέρος του. Γλυκόλογα, δώρα, ξεχωριστές περιποίησες δεν έκαναν τίποτα.

Εκείνος όμως άβουλος κι ανίδεος παρακολουθούσε τα κινήματά τους, άκουε τα λόγια τους μ' ένα και μοναχά αίστημα στην ψυχή. Το θαυμασμό στους προγόνους του. Τ' ήταν λοιπόν εκείνοι που δεν έπαυε να τους δοξάζη ο κόσμος! Χιλιάδες χρόνια επέρασαν, τόσες χιλιάδες χρόνια που ήταν αρκετά για να θαμπωθή και το μεγαλήτερο αστέρι τ' ουρανού.

Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.

Και λέγω ακόμη ότι ο Σωκράτης ομοιάζει ιδιαιτέρως με τον σάτυρον Μαρσύαν . Και ότι μεν ως προς την μορφήν είσαι όμοιος με αυτούς, ω Σώκρατες, αυτό βέβαια ούτε συ ο ίδιος ήθελες αμφισβητήσει ότι δε και κατά τα άλλα ομοιάζεις, άκουε τα παρακάτω. Χλευαστής είσαι· ή θα ειπής όχι; διότι αν δεν συμφωνής, θα φέρω μάρτυρας.

Αλλ' επιθυμώ βεβαίως, είπεν ο Κέβης. Άκουε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, διότι θ' αρχίσω. Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, Κέβη, όταν ήμην νέος με υπερβολικήν ζέσιν επεθύμησα ν' αποκτήσω εκείνην την επιστήμην, την οποίαν ονομάζουν ιστορίαν της φύσεως.

Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες. Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη!