United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένουςτο αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτέβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.

Κατέω κεγώ; Γιαυτό είπα με το νου μου... Δεν τέλειωσε τη φράση. — Δε μου λες, Γιώργο μου, ενεζήτας με στη χώρα; Με θυμούσουνε; — Μερονυχτού. — Εκάτεχά το, γιατί, τσι περισσότερες βολές που σε 'δα στόνειρό μου, σε θώρου δακρυσμένο. Εσύ με νειρεύτηκες κιαμιά βολά; — Πολλές βολές. Το πρόσωπό της πήρε μια παράξενη έκφραση; — Και με 'δες στον ύπνο σου ποθαμένη; — Μια βολά.

Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει•την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο, αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα, κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, 265 και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι, και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι• και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν•αυτόν εχάρη και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας. με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος• 270 ουδ' έκλινε τα βλέφαρατον ύπνο, ενώ την Πούλια και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση, και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας, η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. 275 ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία, εκείνην έχοντας ζερβιάτα πέλαγα να πλέη.

Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης· Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο; Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου, Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα! Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται, Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.

Ο ζευγολάτης 'ςτ' όργωμα, 'ςτό σάλαγο ο αγωγιάτης, Ο άρχοντας 'ςτό παλάτι του, 'ςτά πέλαγά του ο ναύτης, 'Στά άγια μυστήριά του ο παπάς, μέσ' 'ςτό γλυκό της ύπνο Η ελληνοπούλα η ώμορφη και μέσ' 'ςτά παραμύθια Και 'ςτά τραγούδια πώλεγε ο πατέρας 'ςτά παιδιά του. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Κι αν έδιωξε το κλάμα σου τα χελιδόνια τώρα κι η αύρα σαν παράπονο στ' αυτιά σου ψιθυρίζει η αύρα το άφαντο πανί μακριά που αριοφουσκώνειστη θαμπή νύχτα, ολόγυρα στον ύπνο σου που απλώνει, καινούριας μέρας στο βουνό το φως χρυσοαναβρύζει· ω μάγισσα, ο ήλιος, ψες στη δύση που στο βυθό της θάλασσας σε νέφη έχει βυθίσει, με ρόδα βάφει την κορφή και το ξανθό κεφάλι, με ρόδα νέα αμάραντα κορόνα να του βάλη.

Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας.

Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη. Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελλούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της, «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα.

Ο αρχαίος κόσμος ξυπνάει από τον ύπνο του και η ιστορία σαλεύει μπροστά στα μάτια μας σαν θέαμα δίχως να μας υποχρεώνη να καταφύγουμε σε λεξικό απλό ή εγκυκλοπαιδικό για να συμπληρώσουμε την απόλαυσή μας. Κι αλήθεια δεν υπάρχει η παραμικρότερη ανάγκη το κοινό να ξέρη τις αυθεντίες για το ανέβασμα στη σκηνή οποιουδήποτε έργου.

Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι, από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτα σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτην ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.