United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειδεμή, γιατί πέθανε η Μελέκη στον τρίτο το μήνα της; Γιατί τρελλάθηκε ο Αγάς, και τονε δέσανε χεροπόδαρα, και τον έδερναν αλύπητα να τονε γιατρέψουν, κι αυτός θεραπειά πια δεν είδε; Γιατί τα μισόχασε κι ο Μπραΐμης, και πούλησε πύργους, και ξέκαμε χτήματα, και πήγε κ' έχτισε την πετροφωλιά εκείνη απάνω στην Τάμπια, και ζούσε ολομόναχος, και μήτε Τούρκο να δη δεν ήθελε μήτε Χριστιανό, ώσπου απέθανε χρόνια κατόπι, και χάρη νάχη τη διαθήκη του, που έλεγε να φέρουνε με τη σερμαγιά του νερό στο χωριό, και τώρα βλογούν τη ψυχή του Παπάδες κ' Ιμάμηδες.

Αλλά ο Καερδέν, όρθιος στην κουπαστή, τον χτυπάει με το κουπί του. Ο Αντρέ κλονίζεται και πέφτει στη θάλασσα. Ο Καερδέν τονέ χτυπάει πάλι με το κουπί και τον βουλιάζει μέσα στα κύματα, φωνάζοντας: «Πέθανε, προδότη! Να η αμοιβή σου για το κακό που έκανες στον Τριστάνο και στη Βασίλισσα Ιζόλδη

ΛΟΥΙΖΑ Με συγχωρείς, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Όχι, όχι. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπούλη μου. μη με δείρης. ΑΡΓΓΑΝ Θα τις φας. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, για το Θεό, όχι, μπαμπά μου. Να! να! ΛΟΥΙΖΑ Αχ! μπαμπά μου, μ' εσκότωσες! Στάσου: πέθανα! ΑΡΓΓΑΝ Τι είνε αυτά, Λουίζα; Λουιζίτσα. Αχ! Θεέ μου! Λουιζίτσα, κόρη μου. Αχ! δυστυχής που είμαι! η κόρη μου πέθανε! Τι έκανα ο άθλιος; Αχ! παληοβέργα! Να πάρη ο διάβολος όλες τις βέργες!

Η ντόνα Κριστίνα πέθανε• το χλωμό πρόσωπο των θυγατέρων χάνει κάτι από την ηρεμία του και η φλόγα στο βάθος των ματιών μεγαλώνει: μεγαλώνει όσο ο ντον Τζάμε, μετά το θάνατο της γυναίκας του, παίρνει όλο και περισσότερο το αυταρχικό ύφος των προγόνων του Βαρόνων και, όπως εκείνοι, κρατάει κλειστά μέσα στο σπίτι, σαν να ήταν σκλάβες, τα τέσσερα κορίτσια, περιμένοντας αντάξιούς τους γαμπρούς.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τι έχεις, Τουανέττα; γιατί κλαις; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αλλοίμονο! έχω να σου πω μια θλιβερή είδησι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ε! Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πατέρας σας . . . . πέθανε . . . . ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ο πατέρας μου πέθανε; Τι λες, Τουανέττα; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, κυττάχτε τον εκεί. Τώρα μόλις εξεψύχησε, ύστερα από μια λιποθυμία, που τον έπιασε. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! Θεέ μου! τι δυστυχία! τι σκληρό κτύπημα!

Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξι που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ' έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τόνομά σου θε είναι Θλιβερός, Τριστάνος». Είπε αυτά τα λόγια, τον εφίλησε, και μόλις τον εφίλησε πέθανε. Ο Ρόχαλτ ο Πιστός πήρε το ορφανό.

Κ' ήξερα κιόλας πως ποτέ άλλη φορά από την ημέρα που πέθανε ο Σβεν δεν είχα έρθει τόσο κοντά της, όπως τώρα.

ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! πειο αγαπητό κι' από το φως του ήλιου, συγγνώμη ας δώση ο θεός. . . στην αγκαλιά μου σ' έχω, — ανέλπιστο ευτύχημα! — εσέ που σε θαρρούσα κάτω απ' τη γη, στους σκοτεινούς της Περσεφόνης τόπους ΙΩΝ Αγαπημένη μάννα μου! ο γυιός σου ο πεθαμμένος δεν πέθανε, και βρίσκεται στην αγκαλιά σου τώρα.

Κόλπος τούρθε τότε του βαριόμοιρου Ζώη. Πάει το πλειότερο το βιο του. Τώφαε και το επίλοιπο η αρρώστεια κ' η λεχωνιά της γυναίκας του, που τράβηξε χρόνον καιρό, κι όπου τη γκρέμισε κι αυτή μέσα στον τάφο μαζί με το παιδάκι της. Πέθανε σε κάμποσον καιρό ύστερα κ' η μαύρ' η μάνα του.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάλλιο να μην την έβλεπα ποτέ. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ω στρατηγέ. Τότε δεν θα είχατε δει ένα θαυμάσιο έργο τέχνης. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Η Φουλβία πέθανε. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε η Φουλβία. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Η Φουλβία; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε.