United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΞΗΜΕΡΩΝΕ μια μεγάλη γιορτή στο Χωριό. «Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη είταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε και το μάτι δε μπορούσε να ιδή πλειότερο από μια σπορειά τόπο. Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του Χειμώνα!

Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι κι' από το σκοτάδι; — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά! — Κικιρίκουουουουου! Λαλούν τ' αρνίθια.

Η δε γραία μήτηρ της, η γρηά το Μορφάκι, μικροκαμωμένη και μικροπανδρευμένη, χήρα πλέον, ήτο «να σκάση από το κακό της». — Ακούς τώρα να βρεθή κι' αυτή να μοιρολογάη! Κακό καιρό να έχη! — Όχι, μητέρα μου! έλεγε συμπαθούσα πάλιν η κόρη. Μήπως το ήθελε και αυτή! — Έτσι αι! Να μη μ' αφήση να γιορτάσω του παιδού μου τη γιορτή; Και έφερνε γύρω εις την αίθουσαν χωρίς να κάμνη τίποτε.

Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξι που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ' έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τόνομά σου θε είναι Θλιβερός, Τριστάνος». Είπε αυτά τα λόγια, τον εφίλησε, και μόλις τον εφίλησε πέθανε. Ο Ρόχαλτ ο Πιστός πήρε το ορφανό.

Αφού λοιπόν επήγανε στου Λάμωνα κ' έφερναν το Δρύαντα εμπρός στο Μεγακλή και τη Νάπη στη Ρόδη την εσύστησαν κ' ετοιμάζανε μεγαλόπρεπα όσα χρειαζόντανε για τη γιορτή. Έταξε λοιπόν ο πατέρας της τη Χλόη στις Νύμφες και μαζί με άλλα πολλά έκαμεν αφιερώματα τα σημάδια κ' έδωκε στο Δρύαντα όσα λεφτά έλειπαν για να γίνουνε δέκα χιλιάδες.

Ούτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα του Χάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κ' ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Χριστού. Βράδυ-βράδυ κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος.

Πέρασε πολλή ώρα όσο ναλλάξουμε τη θέση μας, μα όταν το κάναμε σηκώθηκε η Έλσα κι άναψε όλα τα φώτα, σα να είχαμε γιορτή. Έπειτα φώναξε τα παιδιά μέσα κι όλα ήρθανε σιωπηλά και ξαφνισμένα και δε χρειαζόμαστε να τους εξηγήσουμε τίποτε.

Και αυτόν θέλεις να σεβαστώΑλλά μόλις άκουσε τις φωνές ο Έφις βγήκε έξω και άρχισε να προχωράει χτυπώντας τα πόδια στο ρυθμό και κουνώντας τα χέρια σαν πραγματικός χορευτής. Τραγουδούσε συνοδεύοντας το χορό: Στη γιορτή πήγα….. στη γιορτή….

Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θάρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερόνοντας η γιορτή του, κι' από την παραμονή, χωρίς να βγη καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κόττα, τη ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την πρόκοβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι' έδενε την σκύλλα στην κρικέλλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχη άλλη δουλειά, παρά να πάη μόνο στην εκκλησιά, κι' ούδ' άλλο, κι' ούδ' άλλο.

Κ' εκείνοι, έχοντας όλα μπόλικα από το άρπαγμα, επίνανε, χαροκοπούσαν, εκάνανε γιορτή σαν να είχανε νικήσει. Μα όταν έπεφτε η μέρα κ' η διασκέδαση έπαυεν εξαιτίας της νύχτας, άξαφνα όλη η γις εφάνηκε πως έλαμπε κι ακουότανε χτύπος τρομερός κουπιώνε, σαν ναρχότανε καταπάνω τους μεγάλη αρμάδα.