United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθεν ακόμα κ' η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη κ' ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της· κ' είπε: «Καυχώσουν πως λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι, μα ο τρομερός ο Έρωτας σ' ελύγησεν εσένα». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

Η έκφρασις ήτο τρομερός ισχυρά, καίτοι δε ύστερον εγνώσθη ότι ενόει τον Ιούδαν, αμφίβολον είνε αν τότε εγίνωσκόν τινες τούτο, εκτός αυτού του προδότου. Πολλοί ψευδείς και κίβδηλοι μαθηταί Τον εγκατέλιπον. Μήτοι αι λέξεις αύται είχον ευμενή σκοπόν να δώσωσιν αφορμήν εις την σκληράν ψυχήν του Ισκαριώτου, ώστε πριν βυθισθή εις βαθυτέραν ενοχήν, να Τον εγκαταλίπη; Εάν ούτως έχη, η νουθεσία απερρίφθη.

Ο τρομερός Ούρσος, το βαρβαρικόν πρόσωπον, εξέφραζε θλίψιν την στιγμήν εκείνην, εκράτει επιδέσμους, ενώ ο γέρων έλεγεν εις τον άνθρωπον, όστις έτριβε τον βραχίονα του Βινικίου: — Γλαύκε, είσαι βέβαιος ότι το τραύμα τούτο της κεφαλής δεν είναι θανάσιμον; — Ναι, άξιε Κρίσπε.

Δεν είναι αληθές ότι, όστις γνωρίζει αυτήν, γνωρίζει και τα δύο αυτά; Θεαίτητος. Τι άλλο βεβαίως; Σωκράτης. Επομένως γνωρίζει το σίγμα και το ω μέγα. Θεαίτητος. Μάλιστα. Σωκράτης. Θεαίτητος. Βεβαίως, καλέ Σωκράτη, αυτό είναι τρομερός παραλογισμός. Σωκράτης. Θεαίτητος. Και πολύ μάλιστα εξαφνικά. Σωκράτης. Διότι δεν τον φυλάττομεν καλά.

Φοβηθήτε, μήπως ανακαλέσω πάλι εδώ πέρα αυτόν που, από σας, έδιωξαΤρεμούλα τους έπιασε τους τιποτένιους. Τρομερός παρουσιάστηκε στα μάτια τους ο Τριστάνος. Τον έβλεπαν κι' όλα να βυθίζη το σπαθί του στα κορμιά τους ... «Μεγαλειότατε, καθώς είναι το καθήκον των υποτελών σας, σας δίναμε τίμια και πιστή συμβουλή, για την τιμή σας. Μα από δω και πίσω θα σωπάσουμε.

Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι εντυπώσεις . . . . Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός . . . ο τρομερός, ο παντοδύναμος; . . . Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς η μανία . . . Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με κεφαλήν ανηλίκου παιδός.

Και εγώ θα είμαι οδηγός σ' εσένα για το ταξίδι σου και σ' εκείνη για το δρόμο της. Και νομίζοντας κι' αυτό ακόμη σημάδι εκείνων, που είδε στο όνειρό του, τη βγάζει στη στεριά με την ίδια τη ναυαρχίδα του. Και μόλις είχε βγη έξω η Χλόη, ακούεται πάλι από το βράχο ήχος σουραυλιού, όχι πια πολεμικός και τρομερός, παρά ποιμενικός και σαν να οδηγούσε τα κοπάδια στη βοσκή.

Η γλυκυτέρα ώρα του ύπνου, ώρα καθ' ην φεύγουν τα φαντάσματα και η ψυχή μας αναπαύεται τότε εις όνειρα ηδύτερα, μαλακώτερα, πλέον άυλα. Η ώρα, καθ' ηνηγείρετο ο τρομερός του χωρίου δεκατιστής.

Κι' απ' του Ολύμπου ταις κορφαίς κατέβη θυμωμένος, Έχοντας εις τους ώμους του δοξάρι και φαρέτραν. Κ' εις τον θυμόν κινούμενος, βρόντιξαν η σαΐτεςτους ώμους του· κ' επήγαινεν, ομοιάζοντας σαν νύχτα. Εκάθησε τότ' έπειτα μακριά 'πό τα καράβια· Και μετά τούτο έρριξε κατοπινά σαΐταν· Κ' έγινε βρόντος τρομερός απ' τ' αργυρό δοξάρι. Πρώτα ταις μούλαις λάβωσε, και τους γοργούς τους σκύλους.

Πέρασε τη νιότη του στο αίμα και στη φωτιά, τώρα πουλεί χαλβαδόπηττες και ζαχαρικά, επειδή στο αίμα και στη σφαγή έχουνε για την ώρα κισάτια. Έλα, ν' ακούσουμε τι τους λέει ο τρομερός Χουσεήνης. ς’ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΕΗΝΗ «Καλέ ψυχές μου, τζάνουμου! Ας τα πούμε τώρα που κανένας δεν είναι κοντά μας να μας ακούση.