United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν. Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή: — Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλειο να τονε φιλιώ. Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε.

Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. Εγώτι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.

Ήρθεν ακόμα κ' η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη κ' ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της· κ' είπε: «Καυχώσουν πως λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι, μα ο τρομερός ο Έρωτας σ' ελύγησεν εσένα». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

Μήπως μπορεί να μείνη κανείς ο ίδιος: ΦΛΕΡΗΣΕγώ δεν εξέχασα τίποτε όμως. Έλα, Βέρα! Η θλίψη δε σου ταιριάζει. Γίνου εύθυμη και γελαστή όπως τότε. Άφισέ με να σε ντύσω με τα σταχτιά κοντά φορέματα του σχολείου. Να σου απλώσω τη μακρυά σου κοτσίδα στις ώμορφες πλάτες. Να σου καρφώσω τα μεγάλα, χλωμά τριαντάφυλλα στο στήθος, που είχα κόψει, μόνος μου απ' τη τριανταφυλλιά του κήπου σου.

Σιγά σιγά, χωρίς να το νοήση, θα βρεθή η Έλσα από τη γελαστή φύση των ανατολικών γιαλών στην ξερή των δυτικών κι ασυναίσθητα θα της επιβληθή τα μεγαλείο τους, που ξεπερνά κάθε άλλο μεγαλείο». Ωστόσο δεν μπορώ να πω πως στο ταξίδι αυτό έγινε κάτι, που να με κάμη να πιστέψω πως το σχέδιό μου είχε την επιτυχία που πιθυμούσα.

Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'! ακούστη ξαφνικά μες από της Επιστασίας την πόρτα. Του Γέρο-Ντούντουνα η γελαστή φωνή, λες και τους ξύπνησ' από βαθύν ύπνο. Όλα εκείνα ταγριόμαλα κεφάλια που κολλημένα στα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών, ξελιγωμένα εκαμάρωναν τη βεργολυγερή τη Σουλημοχωρήτισα αποκάτω κι άναφταν στου Κυρ-Λοχία τα καμώματα· όλα ανατινάχτηκαν στου Γέρο-Ντούντουνα το πείραγμα·

Και η κυρά Πανώρια η μαννούλα του, ορθή ανάμεσα στον πεινασμένο λαό της, σκόρπιζε πρόθυμα την τροφή, καλόβουλη και γελαστή σαν την Κυρά τη Φύση που σκορπά για όλους ταγαθά της. Τώρα ποιος ξέρει τι να κάνουν κ' εκείνα; Σε τι ανυπομονησία θα βρίσκονται που δε βλέπουν ακόμη να προβάλη η τροφοδότρα τους. Άκου πώς τσιμπούν και χαρχαλεύουν την πόρτα!

Α, πόσο αμαρτωλός ήταν ακόμη! «Νομίζεις ότι ο ντον Πρέντου είναι εκεί;», ρώτησε στρέφοντας πριν βγει. «Εγώ είμαι εδώ, δεν είμαι εκεί, μπαρμπα-Έφιςείπε η Γκριζέντα τρέχοντας γελαστή προς το μέρος του «και δεν μπορώ καν να πω: πάω να δω, γιατί οι κυράδες σου διπλομανταλώνουν την εξώπορτα όταν με βλέπουν

ΚΡΩΒ. Πρώτα πρώτα εφρόντισε να στολίζεται καλά, να έχη τρόπους και να φαίνεται ευχάριστη και γελαστή προς όλους, όχι όμως σαν και σένα που με το παραμικρόν χαχανίζεις, αλλά είχε ένα χαμόγελο με γλύκα και χάρι, είχε τρόπους ευγενείς και δεν εκορόιδευε κανένα από κείνους που την επλησίαζαν, ούτε τους εκυνήγα αυτή, αλλ' ούτε και ερωτεύετο πραγματικώς κανένα.

ΑΡΓΓΑΝ Μείνε λίγο εδώ να 'δης πώς σου μοιάζει εκείνος ο γιατρός. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Α! ναι, αυτή την όρεξι είχα. Έχω δουλειά κάτω. Αρκετά τον είδα. ΑΡΓΓΑΝ Αν δεν τους έβλεπα και τους δυο μαζί θα νόμιζα πως είνε ένας. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Έχω διαβάσει καταπληκτικά πράγματα γι' αυτές τις ομοιότητες. Υπάρχουν ομοιότητες στην εποχή μας που όλος ο κόσμος μπορεί να γελαστή.