United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι πολύ εγώ κόπιασα, πολλά 'παθα για σένα, μ' αφτά στο νου, πως άκληρο μ' άφισε εμένα ο Δίας· μονάχα εσένα σ' έκανα, θεόμορφε Αχιλέα, παιδί μου, νάχω κάπιονε στα γερατιά προστάτη. 495 Όμως, παιδί μου, μέρωσ' τα τ' ανήμερά σου σπλάχνα, δεν πρέπει σου άσπλαχνη καρδιά· τι κι' οι θεοί οι μεγάλοι λυγούν, κιας έχουν πιο τιμή πιο δύναμη πιο αξία· κι' αφτούς με τα θυμιάματα και με σταλιές και τσίκνες και καλοπιάστρες προσεφκές τους μαλακώνει ο κόσμος 500 περικαλώντας, αν τυχόν τους φταίξεις κι' αμαρτήσεις.

Κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ πήδηξε χάμου οχ τ' άλογα, και κράταε το κοντάρι με το ζερβύ, κι' αδράζοντας με το δεξύ μια πέτρα, χοντρή κοτρώνα που όλη του του γιόμισε τη χούφτα, 735 ρήχνει μ' ορμή, τι δα καιρό δεν άφισε ν' αγιάσουν· μήδ' είταν άστοχη η ρηξά, τι τον Κεβριόνη, νόθο γιο του Πριάμου, κι' αμαξά του φημισμένου Εχτόρου, τον ήβρε εκεί στα κούτελο ενώ τα γκέμια βάσταε.

Με λυπημένην καρδίαν, πανδήμως και θλιβερώς τους άφησε, τους άφισε διά να επισκεφθή και πάλιν τα παρακείμενα χωρία, αλλά διά να μη επανέλθη ποτέ πλέον δημοσία, μήτε θαύματα να κάμη, και να διδάξη ή να κηρύξη.

Τα λάφυρα άσ' τα αφτού και το νεκρό παραίτα, γιατί απ' τους ξακουστούς βοηθούς ή Τρώες πριν κανείς μου με τ' όπλο δεν τον κάρφωσε μες στης σφαγής τ' ανάστα. 15 Έτσι άφισε να δοξαστώ μες στο στρατό των Τρώων, μη σε βαρέσω και ξινή σου βγει η παλικαριά σουΤότες βαριά αγανάχτησε κι' απάντησε ο Μενέλας «Δία πατέρα, ω τι κακό η ξυπασιά κι' η παίνια!

Η Λυκαίνιο λοιπόν αφού τόσα τον ορμήνεψε, σ' άλλο μέρος της λαγκάδας έφυγε, σαν να εζητούσε ακόμη τη χήνα. Κι ο Δάφνης έχοντας στο νου του όσα του είπεν άφισε την πρώτη του ορμή· κ' εδίσταζε να ζητήση από τη Χλόη περισσότερο από φίλημα κι αγκάλιασμα, επειδή δεν ήθελε μήτε να φωνάξη σαν από εχθρό, μήτε να δακρύση σαν να επονούσε, μήτε να ματώση σαν σκοτωμένη.

Έτσι είπε κι' έφυγε, κ' αφτού τον άφισε μονάχο 35 μ' ελπίδες μέσα στην καρδιά που να γενούν δεν είταν. Έλεγε τάχα πως θα μπει μονήμερα στην Τροία... τυφλός! και δε φαντάζουνταν σαν τι δουλιές ο Δίας λογάριαζε.

ΒΕΡΑΕγώ έδειξα πως δεν εξέχασα. Νομίζω πως το έδειξα. Ο καιρός δεν επέρασε για μένα. Δε μιλώ για τον εαυτό μου. Η ζωή μου σταμάτησε στην αρχή του δρόμου. Όμως σταμάτησε σ' ένα περιβόλι, που δε μαράθηκαν ποτέ τα λουλούδια του. Γιατί δεν άφισε να μαραθούν. ΦΛΕΡΗΣ — Κ' εγώ θέλω να ξαναγυρίσω στην αρχή του δρόμου. Δεν είναι το ίδιο Βέρα; Τι σημαίνει αν ετράβηξα μπροστά εγώ.

Μη, Νίκο. Φοβάμαι. Νάξερες πως φοβάμαι. Θέλω να γυρίσω πίσω στο ξενοδοχείο. Άφισέ με να γυρίσω. ΝΙΚΟΣΕίσαι ανόητη, Δώρα. Τι λόγια είναι αυτά που λες; Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑΌχι Νίκο, να χαρής, μη με βιάζης. Αύριο πάλι. Αύριο θα ξανάρθω σου το ορκίζομαι. Άφισέ με να γυρίσω τώρα. ΝΙΚΟΣΩραία! Αύριο. Ακόμα δε κάναμε δυο βήματα, δεν είπαμε τίποτα και θέλεις να γυρίσης. Κι' αύριο πάλι τα ίδια.

Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

ΤΡΟΦΙΜΟΣ. αρχίνισαν και παίζαν τους ανακαράδεςάφισε μένα τα τουμπιά και τα λαγούτα, οι μουζικάντηδες οι ξακουσμένοι της Βηρυτός και οι ευνούχοι οι γλυκόλαλοι, αραδιασμένοι, τραγουδάγαν λιγωμένα, ένα τραγούδι συριακό, μακρόσυρτο και ηδονικό. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Πού είνε αυτοί πού γράφουν στίχους. . . Θέλω για μένα να συνθέσουν ένα ποίημα. Σε ήχους έπειτα θα δώσω να μου το τονίσουνε γλυκούς.