United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν μου εκακοφάνη· αισθάνθηκα μόνον ζωηρότατα τα εξής, που συχνάκις ήδη παρετήρησα· αφ' ενός μεν οι άνθρωποι ανωτέρας οπωσδήποτε τάξεως θα ίστανται πάντοτε εις ψυχράν απόστασιν από του όχλου, ως να επίστευαν ότι πλησιάζοντες θα έχαναν, αφ' ετέρου δε πάλιν υπάρχουν είρωνες και περιγελασταί, που φαίνονται καταδεκτικοί, διά να καταστήσουν περισσότερον επαισθητήν την υπερηφάνειάν των εις τον δυστυχή τον λαόν.

Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτουΝικόλαος». Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ.

Το φονικό που έγινε το μάθαμε, μα ο Εφέντης δεν ήτο τότε ακόμη στον Ζαπτιέ, και ο Σουλτάνης ο πεθεροκαμένος του Κιαμήλη απεκρίθη πως δεν τον ξαναείδεν. Έτσι τον εγράψαμε στα πεθαμένα. Όταν ήλθεν ο αδελφός σου και μου τον έφερε λιγνό λιγνό και νεκροχλωμιασμένο, μ' εφάνη πως εβγήκεν από το μνήμα του. Και τόση χαρά να δίδη ο Θεός στη ζωή σας, παιδί μου, όση χαρά αισθάνθηκα εγώ εκείνη την ημέρα!

Αχ! αυτό στενοχωρεί όλην μου την καρδίαν. — Και όμως, το να παρανοούμεθα είναι η τύχη όλων μας. Αχ! πού εχάθη η φίλη της νεότητας μου! αχ! πού την εγνώρισα ποτέ! — θα έλεγα είσαι μωρός· ζητείς ό,τι δεν ευρίσκεται εδώ κάτω. Αλλά την είχα· αισθάνθηκα την καρδίαν, την μεγάλην ψυχήν, που εμπρός της εφαινόμην ότι είμαι πλέον ή ό,τι ήμουν, διότι ήμουν ό,τι ηδυνάμην να είμαι.

Πρώτη φορά που αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη στον κόπο μου και ανταπόδοσι. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήση, «ευχαριστώ» να μου ειπή που το εδούλευα.

Θέλεις ήταν ανέλπιστη χαρά, θέλεις το θέλημα Θεού, άμα ετελείωσα, κάτι ανάλαφρο και κάτι ζεστό αισθάνθηκα να φεύγη από την καρδιά μου κ' έπεσα κάτω αναίσθητος. Από τότε δεν έχω πλέον όρεξι για δουλειά· ούτε για ζωή. Με φωνάζει ακαμάτη ο θείος μου κ' έχει δίκηο· το καταλαβαίνω πως έχει δίκηο. Μα τι να κάνω: Ως εδώ ήταν η συρμή μου.

Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου.

Μια στιγμή, σαν να αισθάνθηκα το βλέμμα της, στράφηκα και τα μάτια μας αντικρύστηκαν. Με κύταζε μελαγχολική, γιατί 'νιωθε την ταραχή μιας καρδιάς, πούτον ακόμη πολύ παιδική για τέτοια βάσανα· αλλά και διότι στη δική της ψυχή γινότανε πολύ μεγαλείτερη τρικυμία από το αδύνατο αίσθημα όπου την έρριξε η μοίρα της, κιάρχιζε να προβλέπη τα βάσανα που την περίμεναν.

Για πρώτη φορά χωρίς αμφιβολία αισθάνθηκα αυτό το ηδονικό αίσθημα να καταφλέγη όλη μου την ύπαρξη. «Μ' αγαπά: μ' αγαπάΚαίει ακόμη στα χείλη μου η ιερά φωτιά που έρρευσε χείμαρρος από τα δικά σου· νέα θερμή ηδονή είναι στην καρδιά μου. Συγχώρησέ με! συγχώρησέ με!

Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικό και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιήται. Καθώς πας άλλος αγαπώ κ' εγώ της εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολο ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτσι, αν δεν εζητούσα προίκα.