United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης ενθυμήθη τον Δημήτρην, ενθυμήθη τα εν τη αγορά διαθρυλούμενα και αφήσας κατά γης τα οψώνια κατηυθύνθη εις το κτήμα του, κατατρομασμένος. — Εσύ, Δημήτρη, να σχολάσης· είπε σοβαρώς εις τον εργάτην, μόλις έφθασεν εκεί. — Γιατί, αφεντικό; — Έτσι, δε θέλω να μου κάμης δουλειά· αφωρεσμένους ανθρώπους δε θέλωτο κτήμα μου. . . δεν τώχω για ξέραμα!. . .

Κ' ευρόντας τη ν' αρμέγη και να τυροκομάη και για το γάμο τα καλά μαντάτα της έλεγε κι από κείνη τη στιγμή φανερά σαν γυναίκα του τήνε γλυκοφιλούσε και της βοηθούσε στη δουλειά· άρμεγε στις καρδάρες το γάλα· εστράγγιζε στις καλαμωτές τα τυριά· έβανε κοντά στις μαννάδες τους τ' αρνιά και τα κατσίκια.

Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δης που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ' αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δουλειά.

Αφτή είναι η μεγάλη και σοβαρή δουλειά· τέτοιο έργο θέλησε και κείνη να το παινέση. Και τούτος ο λόγος μου ίσια ίσια με κάμνει τώρα να σας μιλήσω για τάλλα δυο ζητήματα που ήθελα να μελετήσουμε σήμερα μαζί, — ένα λεξικό και μια γραμματική. Φαντάζουμαι, τώρα που μιλώ στο Σύλλογο μπροστά, που μιλώ μπροστά σε καμιά Ακαδημία.

Εδώ στο Δαμαριώνα, στην Αξιά, που κάθουμαι τώρα και γράφω, ήρθα προψές ταπόγεμα, η ώρα μια· πήγα στου βουλεφτή· δε με γνώριζε διόλου· του είπα τι γυρέβω. Αμέσως, στην ίδια στιγμή, γέμισε το σπίτι παιδιά, παραμύθιακαι φαγιά. Όλοι, όσους είδα πάντα και παντού έβαλαν τα δυνατά τους, να μ' εφκολύνουν τη δουλειά· ήξεραν πολύ καλά τι σπουδάζω, τι αξίζει η σπουδή, σε τι καταγίνουμαι τόσα χρόνια.

Θέλεις ήταν ανέλπιστη χαρά, θέλεις το θέλημα Θεού, άμα ετελείωσα, κάτι ανάλαφρο και κάτι ζεστό αισθάνθηκα να φεύγη από την καρδιά μου κ' έπεσα κάτω αναίσθητος. Από τότε δεν έχω πλέον όρεξι για δουλειά· ούτε για ζωή. Με φωνάζει ακαμάτη ο θείος μου κ' έχει δίκηο· το καταλαβαίνω πως έχει δίκηο. Μα τι να κάνω: Ως εδώ ήταν η συρμή μου.

Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή βασανισμένη· μια χαράτρεις τρομάρες.

Έπειτα, αφού έχεις δουλειά, το ξεύρω πως δεν αδειάζεις, και αφού δεν αδειάζεις, θα πη πως έχεις δουλειά· ώστε δεν μου λες τίποτε νεώτερον. — Και νυστάζω, είπεν ο Τρανταχτής τρίβων τους οφθαλμούς. — Αυτό κάθε μέρα συμβαίνει, ώστε και αυτό δεν είνε νεώτερον. — Δεν είνε που έχω δουλειά, αλλά είχα δώσει μίαν υπόσχεσιν, και δεν ειμπορώ να φυλάξω τον λόγον μου.

Ένα του καλό, που τίποτες δεν αποφάσιζε δίχως στοχασιά και μελέτη· άλλο που μερονυχτίς δούλευε, καταντώντας κ' ύπνο και καλοζωία να θυσιάζη στη δουλειά· τρίτο και μεγαλήτερό του καλό, η βαθιορίζωτή του εκείνη λαχτάρα ναφήση μεγάλα έργα πολεμικά, νομικά, αρχιτεχτονικά, καθώς κ' η μεγάλη του τέχνη να διαλέγη τους ανθρώπους που ήθελαν τέτοια έργα, Βελισάριο, Τριβωνιανό, Ανθέμιο.