United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δώρο εγώ όμορφο θρονί χρυσό θα σου χαρίσω πάντα άλιωτο, που ο Ήφαιστος ο γιος μου θα του φτιάσει μ' ώρια στολίδια, και σκαμνί στη βάση θαν του βάλει 240 για ν' ακουμπάς τα παχουλά σαν ξεφαντώνεις πόδια

Καιτο καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος• καιτο φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, 'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605 εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. Ραψωδία Σ

Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους. Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ. — Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψεπέντε χρόνια πάνε τώραπες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.

Οι πεθαμένοι όμως γυρίζουν: νατοι, όταν ο ντον Τζατσιντίνο κάθεται στο σκαμνί και η Γκριζέντα στο κατώφλι, μου φαίνεται πως είμαι εγώ και ο συγχωρεμένος…Όταν άρχιζε εκείνες τις περιπλανήσεις στο παρελθόν δεν τελείωνε ποτέ και ο Έφις, που το ήξερε, την έδιωξε ενοχλημένος. «Πηγαίνετε στο καλό! Ψάξτε κι εσείς έναν καλό γαμπρό με βουκέντρα για την εγγονή σας

Και μόλις μ' είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε: «Πρόλαβες και μ' εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα, »όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το ΦιλίνοΠες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Ορκίζομαι ενώπιον του σεβαστού τούτου δικαστηρίου, ότι έδιωξε με ταις κλωτσιαίς τον δυστυχή τον βασιλέα τον πατέρα της. ΓΕΛΩΤ. Πλησίασε, κυρία! Τ' όνομά σου είναι Γονερίλη; ΛΗΡ Δεν ημπορεί να το αρνηθή. ΓΕΛΩΤ. Να με συμπαθήσης. Σε πήρα διά σκαμνί. ΛΗΡ Ιδού κ' η άλλη. Μαρτυρούν τι έχειτην καρδιά της τα βλέμματά της τα λοξά. — Θα φύγη! Πιάσετέ την! 'Σ τα όπλα!

Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίοντο πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260 και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε· «Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε· και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω, ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι του Οδυσσέα καιεμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265 και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες, και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».

Σαν κατέβηκαν οι άντρες στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους, ήρθε δεν ήρθε ο Πανάγος με το μικρό του αδερφό το Γιάνη, και τραβάει το σκαμνί του κοντά τους ένας λεβέντης κάτι πιο μεγαλήτερος από τον Πανάγο, το ίδιο το σουσούμι απάνω κάτω, μα σαν πιο ξανθουλός, πιο ανοιχτόκαρδος, πιο γελαζούμενος· ίσως και λιγάκι πιο παχουλός. — Είνε αλήθεια αυτά που ακούγω; σκύβει και κρυφορωτάει τον Πανάγο.

Ο Ντινάς εγύρισε λοιπόν στο Τινταγκέλ, ανέβη τα σκαλιά, και μπήκε στην αίθουσα. Κάτω από το βασιλικό θόλο ο Μάρκος και η Ιζόλδη η Ξανθή, καθισμένοι, έπαιζαν ζατρίκι. Ο Ντινάς πήρε θέσι κοντά στη Βασίλισσα σ' ένα σκαμνί, για να παρακολουθήση τάχα το παιγνίδι, και δυο φορές κάνοντας ότι της δείχνει τα κομμάτια έβαλε το χέρι του στο ζατρίκι.

Η Καρολίνα είχε πάρει μαζί την δευτερότοκον αδελφήν της. Όταν εισήλθαμεν εις την αυλήν της οικίας του ιερέως την σκιαζομένην από δύο υψηλές καρυδιές, εκάθητο ο καλός γέρων εις ένα σκαμνί προ της θύρας της οικίας, και όταν είδε την Καρολίναν εφάνη ως εκ νέου ζωογονηθείς ελησμόνησε την πατερίτσα του, και αγωνίσθηκε να σηκωθή εις προϋπάντησίν της.