United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι πεθαμένοι όμως γυρίζουν: νατοι, όταν ο ντον Τζατσιντίνο κάθεται στο σκαμνί και η Γκριζέντα στο κατώφλι, μου φαίνεται πως είμαι εγώ και ο συγχωρεμένος…Όταν άρχιζε εκείνες τις περιπλανήσεις στο παρελθόν δεν τελείωνε ποτέ και ο Έφις, που το ήξερε, την έδιωξε ενοχλημένος. «Πηγαίνετε στο καλό! Ψάξτε κι εσείς έναν καλό γαμπρό με βουκέντρα για την εγγονή σας

Τούτο ήρκεσεν εις τον αγαθόν ναύκληρον να συνέλθη, να εννοήση το σφάλμα του και να προχωρήση προς την πρώραν. — Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, εψιθύρισεν ο καπετάν Γιάννης τότε, ανάπτων το τσιγάρον του, και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους . . . — Καμμιά φορά όμως έχουν την ανάγκην μας και οι πεθαμένοι, υπέλαβεν ο νεαρός ναύκληρος με κάποιαν συστολήν.

Ένας ξένος τους κλήρους κυβερνά ο Χάλυβος, π’ απ’ τη Σκυθία μας ήρθε, και που μεράζει την κληρονομιά με το πικρό σκληρόκαρδο μαχαίρι, και τους κληρώνει τόση γη να κατοικούν όση και να βαστούνε πεθαμένοι, απ’ τους μεγάλους κάμπους των τέλεια ξεκληρισμένοι.

Θαρρούσε πως το έβλεπε ακόμα το άσπρο περιστεράκι με την κόκκινη κορδελίτσα, που ήρθε και κάθησε στο παράθυρο της ξαποσταμένο. Μα ένα σύννεφο πάλι πέρασε και θόλωσε το λογισμό της. Τα λόγια του Λαλεμήτρου βουίζαν σταυτιά της. — «Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται». Κ' εγώ περιμένω γράμμα. Στέλνουν γράμματα οι πεθαμένοι στους ζωντανούς; Και ωστόσο πρόσμενε στο παραθύρι.

Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και... — Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό; — Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος. — Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα.

Κανένα δέντρο δεν ρώτησε πού πηγαίνουμε. Το νερό δεν εστάθηκε να μας καθρεφτίση. Το κοράκι δε χαμήλωσενούτε για να ιδή αν είμαστε πεθαμένοι. Τ' αστέρια δεν άναψαν για μας. Τα πουλιά πήγαιναν να κοιμηθούν χωρίς να μας ρωτήσουν αν έχωμε να τους δώσωμε μήνυμα — σ' εκείνους που μας λησμόνησαν. Απαντήσαμε τη νύχτα στο δρόμοκαι δε μας πήρε στα παραμύθια της.

ΗΡΑΚΛΗΣ Πρέπει να φύγω από 'δω κι' αλλού να καταλύσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αδύνατον! Τέτοιο κακό ποτέ δεν θα μου κάμης. ΗΡΑΚΛΗΣ Σ' αυτούς που έχουν τη λύπη τους είν' οχληρός ο ξένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Οι πεθαμένοι 'πέθαναν. Πέρασε μέσ' στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν είναι πρέπον άνθρωπος να κάθεται να τρώγη σε σπίτι όπου έπεσε η συμφορά κ' η λύπη. ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι οι ξενώνες χωριστά. Εκεί θα σε οδηγήσω.

Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα: — Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!

Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε! — Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις παιδίσκη του ιερέως.

Επάνω σου να πέσουν οι πεθαμένοι!» «Μου φαίνεται πως εσύ είσαι εκείνη που έκανε μάγια στον ντον Πρέντου.» «Εάν το θελήσω, παντρεύομαι ακόμη και τον ντον Πρέντου», είπε η Γκριζέντα, ανασηκώνοντας με έπαρση το τραγικό και παιδικό συνάμα πρόσωπό της, «όμως έχω άλλα στο μυαλό μου εγώ!» Η Νατόλια την κοίταζε και την λυπόταν.