United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου, θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους, ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά.

Είμαι η αγία Ίδα· ουδενός έμεινα άγευστος του κόσμου των αγαθών· απήλαυσα δύο συζύγους, τρεις εραστάς και επτά τέκνα, πολλάς εκέννωσα φιάλας καλού παραρρηνίου οίνου, πολλάς διήλθον φαιδράς αΰπνους νύκτας· τους ώμους μου επέδειξα εις όλον τον κόσμον, την χείρα μου έτεινα εις όλα τα χείλη, την μέσην μου έσφιξαν όσοι ήξευρον χορόν και εν τούτοις συνδοξάζομαι και συμπροσκυνούμαι μετά των Αγίων.

«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαιεφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον! καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!» Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον. Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν.

Όλα λοιπόν, είπε καθ' εαυτόν, όλα θα μου έρχωνται ανάποδα! — Και ποίος είναι αυτός σου ο γαμβρός; υπέλαβεν η εξαδέλφη μετά τινας στιγμάς σιωπής, χωρίς να διακόψη την εργασίαν της. — Ο Κύριος Πλατέας. Η εξαδέλφη έπαυσε διά μιας το ράψιμον και ύψωσε προς τον Λιάκον τους οφθαλμούς, πλήρεις φαιδράς εκπλήξεως. — Ο Κύριος Πλατέας! ανέκραξε. Και ήρχισε να γελά, να γελά!

Αλλά αίφνης κρότοι βηματισμών βαρέων επί του καταστρώματος, διέκοψαν τας φαιδράς του ναυκλήρου αναμνήσεις, Ως ν' ανήλθον πειραταί τω εφάνηέρημος ο λιμήν και δεν ήτο παράδοξοναλλ' ο κύων ο Μαύρος δεν υλάκτησεν· ως δεν υλάκτησε και όταν ήλθεν ο καπετάν-Φαφάνας, με τον οποίον όμως ο κύων είχε παλαιάν γνωριμίαν. Απορών ανήλθε φυλαττόμενος ίνα ίδη.

Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα: — Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!

Ο καπετάν-Θοδωρής, επιβαίνων του οναρίου του, ως όταν από ευτυχούς ταξειδίου επανήρχετο με το βρίκιόν του φορτωμένος τάλληρα ισπανικά, — στιγμάς τινας μάλιστα εξέλαβε τας ευτελείς του ζώου ηνίας ως το μεγαλοπρεπές πηδάλιον του βρικίου τουμετά φαιδράς απαθείας εθεώρει τα βουνά και τα δένδρα, δι' ων διήρχετο σείων την κεφαλήν του κανονικώς, συμφώνως προς τας κινήσεις του οναρίου, και ονειρευόμενος ποικίλα σχέδια, κατά τα οποία διερρύθμιζε φρονιμώτερον τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, την πλουσίαν μοίραν των θυγατέρων του.

Εσκέπτετο ότι υπήρχε τις, όστις δεν την είχε λησμονήσει, όστις προ τριών ημερών τη είχε πέμψει την επιστολήν εκείνην, ην ηγωνίσθη τοσούτον όπως κατορθώση να συλλαβίση η Αϊμά, και επί τέλους ουδέν κατώρθωσεν. Αλλ' ήτο έν και το αυτό. Δεν αναγινώσκει τις επί του χάρτου ειμή τα ίδια αυτού όνειρα, λέξεις δε διά μελάνης γεγραμμέναι δεν δύνανται ν' αμαυρώσωσι φαιδράς εικόνας.

Εκείνην την στιγμήν, ανέτελλεν ο ήλιος. Ο δίσκος του εφάνη ν' αναδύεται από τα κύματα, αντικρύ, εις το μακρινόν πέλαγος, του οποίου μίαν λωρίδα έβλεπεν από την κρύπτην της η Χαδούλα. Τα όρνεα του βουνού, του πετρώδους και ηχώδους, το οποίον ηγείρετο όπισθέν της, έρρηξαν μακρούς κρωγμούς, και τα πουλάκια της κοιλάδος, της λόχμης, του μικρού δάσους, αφήκαν φαιδράς μελωδίας.

Και πόσον γίνεται φανερώτερον το απέραντον πένθος της ψυχής του, όταν από το άμορφον και αγνώριστον κρανίον αγαπημένου ανθρώπου του αστράπτει της φαιδράς παιδικής ηλικίας η ενθύμησις, η οποία, ως πικρά ειρωνία, σχίζει διά μίαν στιγμήν το σκότος, οπού τώρα τον χωρίζει από το φως της ζωής και από την θερμότητα των τρυφερών αισθημάτων.