United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δανεισταί του, ως εκ της οφειλομένης αβροφροσύνης προς αυτόν, ως εκ προγόνων προεστώτα του τόπου, δεν τω έλεγον ποτέ: «Έλα να λογαριασθής». Δεν εφαντάζετο ότι όλα και όλα τα χρέη του θα υπερέβαιναν ποτέ τα χίλια τάλληρα. Εις την πρώτην ελαιοφορίαν είχε σκοπόν να τα εξωφλήση όλα.

Εσυγύριζεν η Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα, ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να ιδή ολίγον, να ιδή μόνοντα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή.

Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν, κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια 'στα κλαδιά, να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν, και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά. Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα, ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη, και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.

Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων.

&Θάνης& ήτο τίτλος ευγενείας, ισοδύναμος περίπου προς τον του Κόμητος, &earl&. τέλει του δράματος ο Μάλκολμ αναγορευόμενος βασιλεύς, δίδει εις τους οπλαρχηγούς και συγγενείς του τον τελευταίον τούτον τίτλον, κατά πρώτον εν Σκωτία. Εν τω κειμένω ορίζεται το ποσόν εις δεκακισχίλια τάλληρα: till he disbursed, at Saint Colmes' inch ten thousand dollars to our general use.

Της ήλθεν η ιδέα να πάρη το κομπόδεμα όλον, αυτούσιον μαζί με την λωρίδα της παλαιάς μανδήλας της μητρός της, αλλ' εφοβήθη· έλαβε μόνον οκτώ ή εννέα τάλληρα, καταρχάςτόσα, όσα εφαντάζετο ότι η απουσία των δεν θα επέφερε μεγάλην διαφοράν εις τον όγκον και δεν θα ήτο αμέσως επαισθητή, είτα έκαμε να το δέση· ακολούθως πάλιν το ήνοιξε, έλαβεν άλλα πέντε ή έξ, το όλον δεκαπέντε.

Ο Αντωνέλλος εσηκώθη, επήρε το βιβλίον και είδε τον λογαριασμόν του, έπειτα ήνοιξε το συρτάρι του γραφείου του γαμβρού του, ήνοιξε μίαν σακούλαν, εμέτρησε μ' επιμέλειαν κάμποσα τάλληρα και αφού έκλεισε το συρτάρι, έβαλλε τα τάλληρα εις το μανδήλι του και σταθείς εμπρός εις την αδελφήν, ήτις υπεμειδία, διότι εμάντευε τον σκοπόν του·Άνοιξε την ποδιά σου, Μπέλλα, της είπε.

Έρριψε τα βάρη όλα στον Άγάλλον, κ' είπεν ότι ήξευρε την αρραβωνιαστικήν του ως πιστήν και αφωσιωμένην, και ότι, αν έπταισε τίποτε εκείνη, αυτός το αναλαμβάνει ως ίδιον πταίσμα του. Ο Γιαννάκης είχε φέρει, ως έλεγαν, δυο χιλιάδες τάλληρα από την Αίγυπτον. Άνθρωπος πραμματευτής, τόσον εύπορος, δεν έπρεπε να λεπτολογή διά μικρά πράγματα.

Ήτο ευτυχισμένος να εργάζεται εις το περιβόλι και να βλέπη την αδελφήν του· χωρίς όμως να το δείχνη, εζωογονείτο οσάκις ήρχετο από ταξείδι ο γαμβρός του και διότι τον αγαπούσε πολύ, αλλά προπάντων διότι η αδελφή του ήτο πλέον ευχαριστημένη τότε, του έκαμνε όμως πάντα τον θυμωμένον, τον δυσαρεστημένον και με πείσμα παιδιού του εζητούσε τα εκατόν τόσα τάλληρα, την παλαιάν των διαφοράν.

Πώς λοιπόν εκαταδέχθη καταβαίνων από τον Όλυμπον και τον Χριστιανικόν Παράδεισον να εικονίση πίθηκον; Η λύσις της απορίας είνε ότι ο πίθηκος δεν ήτο φανταστικόν ζώον, αλλ' ακριβές αντίγραφον αληθινού τετραπόδου ανήκοντος εις αυθέντην μυριόπλουτον, τον τραπεζίτην και αρχαιολόγον Δημήτριον Κούστε, δαπανήσαντα τέσσαρας χιλιάδας τάλληρα διά να ζωγραφηθή ο πίθηκος υπό του πρώτου της Ιταλίας ζωγράφου, απαραλλάκτως καθώς και όταν έπαθεν ο ρηθείς πίθηκος κρυολόγημα, εκάλεσε τον πρώτον της Ιταλίας ιατρόν Μπουφαλίνην διά να ποτίση την μαϊμού του χαμόμηλα, θηριακήν και θερμόν οίνον.