United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' τώνα μου ταυτί και φθάνει ίσα με τάλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κάτ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω.

Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Τα μάτια της αγαπημένης μου είναι ο πιο πλατύς Ωκεανός. Και μέσα στα βάθη του πλέει άφθαστο ένα χρυσοπράσινο νησάκι. Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου. Και η πλατειά θάλασσα στέρεψε κάτω απ' τα πόδια τους. Οι δυο αγαπημένοι ξαπλώθηκαν απάνω στη μαλακιά χλόη.

Το καραβάκι το δικό του, ο Γιάννης ο Τζαφέρης, καθώς έλεγε κοινώς, το άραξεν ασφαλώς εις την ξηράν, εν τη πλατεία της Εκκλησίας, διά ν' αντικρύζη με τα πλωτά καράβια των θαλασσινών, των πρώην συναδέλφων του. Η οικιακή άνεσις και γαλήνη του πρώην ναυτικού ήτο σχεδόν εντελής. Η γυνή του, ολιγότεκνος, είχε γεννήσει ένα υιόν, άλλο έν νεκροτόκιον, έν θυγάτριον αποθανόν βρέφος, και πλέον ου.

Τρέχει μέσ' το εκκλησάκι, περνάει το χορό, φθάνει στην τζαμαρία του ιερού, πιάνει το παράθυρο, το ανοίγει και πηδάει στο γκρεμό... Καλλίτερα αυτό το πήδημα παρά ο θάνατος στη φωτιά, μπροστά σ' εκείνη τη συνάθροισι. Αλλά, μάθετε, Άρχοντες, ότι ο Θεός τον ελυπήθη. Ο άνεμος πιάνεται στα ρούχα του, τον σηκώνει και τον αποθέτει σε μια πλατειά πέτρα στα πόδια του γκρεμού.

Ενθυμούμαι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κ' εμοίραζε καθ' εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπά Οικονόμου.

Τι όνειρον! Γλυκύ, δροσερόν όνειρον. Η πλατεία μπούμα, αγρυπνούσα με παρεφύλαττεν ως δροσερός άγγελος καθ' όλην την νύκτα. Αλλ' εκοιμήθην επί στρώματος εξ ανθέων; Εκοιμήθην επί του αφρού; Εκοιμήθην επί νεφέλης κούφης; Ελαφρά; Μαλακά; Εναέριος; Επί πτίλων περιστερών; Επί πετάλων ρόδων; Επί ερίων χρυσών; Κλίνη μυστηριώδης. Βυθίζουσα εις το αχανές. Ανάγουσα εις κόσμους μεταρσίους.

Η ώρα αυτή, το βασίλεμα, αυτά τα φθινοπωρινά δειλινά είναι μελαγχολικά. Πάμε στην πλατεία. Αύριο το πρωί θα σηκωθούμε την αυγή να ιδούμε την ανατολή. Δεν είπαμε; Θα πάμε τότε στο βραχάκι σου. ΔΩΡΑ — Α! ναι. Το βρέχει ολόγυρα η θάλασσα. Πρέπει να πάμε, χωρίς άλλο. ΦΛΕΡΗΣΌπου θέλεις, παιδί μου. Ό,τι θέλεις. Η ζωή μου είναι δική σου τώρα. Έλα όμως. Έλα. Πάμε κάτω. Εδώ μέσα είναι πληκτικά.

Εις το κάτω μέρος της αγοράς εσχηματίζετο μικρά πλατεία, όπου ήσαν τα ιδιαίτερα καφενεία των Τούρκων, το τζαμί με μιναρέν ημιτελή, και απέναντι αυτού κρήνη μεγάλη με τουρκικήν επιγραφήν και καυκία σιδηρά, κρεμάμενα δι' αλυσίδων, διά να πίνουν οι διαβάται. Αλλ' οι Χριστιανοί απέφευγον να πίνουν με τα τάσια εκείνα των Τούρκων, «για να μη μαγαρίσουν».

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μ’ υπομονή μεγάλη Θάλασσα απέραντη, πλατειά, βαθύμακρα λιμάνια.

Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα, μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης• χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490 παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω. αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα, αν προμαχείτον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος• και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα, των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495 ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας, τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας. ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνωτο φως του Ηλίου, τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα, κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500 για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινατο δώμα του πατρός μου, θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέριααυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».