United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα ο Νίκος έψαξε κ’ ηύρε το μπουκαλάκι με τον αιθέρα πάνω στον κομμό και τάνοιξε κάτω απ’ τη μύτη της. Μα η Βεργινία δεν κουνήθηκε. Της έσταξε λιγάκι στα μηλίγγια της και της τάτριψε. Της έτριψε και τα χέρια μ' όλη του τη δύναμη ως που ρόδισαν αχνά.

Πώς απ' αλαργινό νησί βγαίνει φωτιά και φτάνει ως στον αιθέρα, από καστρί πούχουν οχτροί ζωσμένα, τι βγαίνουν όξω οι κάτοικοι και μάχουνται ολημέρα 210 σ' ανατριχιάρη πόλεμο, μα σα βουτήσει ο ήλιος ανάβουν σύδετες φωτιέςκι' η λάμψη ως στα ουράνια ψηλά πηδάειγια ναν τη δουν γειτόνοι κι' ίσως τρέξουν οχ το χαμό με καραβιών βοήθια να τους σώσουν· έτσι απ' την κόμη του έφτανε κι' η λάμψη ως στον αιθέρα.

Τι μας κάνατε! Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να μυρίσετε ; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε! Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο. Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ συ, αιθέρα μου λαμπρέ, άπειρε! ποία λόγια να σου φωνάξω; από που η ανέλπιστη ηδονή μου έρχεται αυτή, και ποιος θεός τέτοια χαρά μου δίνει; ΙΩΝ Τα εφαντάσθηκα όλα αυτά, μητέρα μου, και πρώτα, προτού ακόμα μάθω εγώ πως είμαι γυιός δικός σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ, τρέμω από το φόβο μου. ΙΩΝ Δεν έχεις τώρα εμένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Τόσος καιρός επέρασε χωρίς καμμιάν ελπίδα.

Πείσμα και πρόληψες επάλαιβαν τόρα και μας εδαιμόνιζαν. Ηθέλαμε να πιτύχη ο καπετάνιος τον σκοπό του. Εκαρδιοχτυπούσαμε μήπως πετάξη μακριά το πουλί και γλυτώση στον θαμπόν αιθέρα. Ναι· ή σ' εκείνον ή σ' εμάς έπρεπε να ξεσπάση η κακοσημαδιά. Αν το εσκότωνε εσωνόμαστε κ' εμείς και το καράβι και τα σπίτια μας. Τα σπίτια και οι συγγενείς και οι φίλοι μας.

Άπλωσε, Νυξ, το σκότος, κι' ανάτειλε, Ημέρα, ας λύση πάντα φόβον το άρμα της Αυγής, και σεις ατμοί πετάτε 'στόν γαλανόν αιθέρα κι' ας ποτισθή το χώμα της διψασμένης γης. Συ, Άπολλον, συ, Φοίβε, θεότης του Οσίριδος, λούσε χρυσάς ακτίνας εις της βροχής τα νέφη, και το καμπύλον τόξον της πολυχρώμου Ίριδος ως σελαγίζον στέμμα τους ουρανούς ας στέφη.

Δος τόξα μοι κερουλκά, δώρα Λοξίου, οις μ' είπ' Απόλλων εξαμύνεσθαι θεάς. ει μ' εκφοβοίεν μανιάσιν λυσσήμασιν... Ουκ εισακούετ'; ουχ οράθ' εκηβόλων τόξων πτερωτάς γλυφίδας εξορμωμένας; α α· Τι δήτα μέλλετ'; εξακρίζετ' αιθέρα πτεροίς· τα Φοίβου δ' αιτιάσθε θέσφατα. Έα· Τι χρήμ' αλύω, πνεύμ' ανείς εκ πλευμόνων; Ποι ποι ποθ' ηλάμεσθα δεμνίων άπο;

Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση. Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις τον αιθέρα.

Αλλά μόνον η φωνή του ακούστηκε βαρειά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τον πυκνόν αιθέρα κ' έρριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία.

Η βροντή του υψιβρεμέτου Διός εκπέμπεται εκ του Ολύμπου, και ο αιθαλόεις κεραυνός διασχίζει μετά της αστραπής τον αιθέρα, απειλών τους ασεβείς και ανοσίους και φειδόμενος των αγαθών και θεοφιλών. Μη έχε φόβον τινά, κοιμήθητι εν ειρήνη. Είσαι υπό την στέγην της νύμφης των δρυμώνων. Ουδέν δύναται να σ' ενοχλήση.