United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δε πλείστοι και όσοι μάλιστα ήσαν συσσωματωμένοι εισπίπτουν εις μεγάλην οικίαν, η οποία ήτο πλησίον του τείχους και η θύρα της έτυχε να είναι ανοικτή, νομίσαντες ότι η θύρα του οικήματος εκείνου ήτο πύλη της πόλεως και ότι ενώπιόν των υπήρχε διέξοδος προς τα έξω.

Ο Κύριος καθηγητής πταίει, διότι μας εσύστησεν εις την φιλοξενίαν σας, χωρίς να μας είπη τίποτε. — Δεν πταίετε ούτε σείς ούτε εκείνος. Δεν επεσκέφθη προ ετών την πατρίδα και αγνοεί τα καθέκαστα της θλιβεράς μας υπάρξεως. Η οικία μου δεν είναι πλέον ανοικτή καθώς άλλοτε. Απέμαθα να δέχωμαι φίλους. Αλλά την εσπέραν ότε εκρούσατε την θύραν μου, εχάρην.

Τίποτα πλέον δεν εύρισκε κανείς να του παινέψη. Πάει και η καλή καρδιά, πάει και η γρήγορη γολέτα, πάει και η όμορφη γυναίκα του. — Δε λέτε, παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε; Και με τον λόγο εφάνηκε μαύρος όγκος στην ανοικτή θυρίδα, εκύλισεν από τη σκάλα κάτω στην πλώρη Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό.

Έχασε την υπομονήν ο Αράπης, ή μ' ελέησεν ίσως, και υψώσας την χείρα μου την κατεβίβασε ραγδαίαν επί του αυχένος, μου απηύθυνε δύο λέξεις όχι φιλόφρονος αποχαιρετισμού, και ανεχώρησεν. Ήμην ελεύθερος, η δε θύρα ήτο ανοικτή. Εξήλθα άνευ χρονοτριβής και εβάδισα κατ' ευθείαν προς την έξοδον του χωρίου. Αλλ' η πύλη ήτο κλειστή και ουδείς παρ' αυτήν.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιάεμένα δίδει· εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!... Τι είναι τούτο; — Σιωπή!... Η κουκουβάγια ήτον, ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει την μαύρην καλήν-νύκτα του! — Ο Μάκβεθ είναι μέσα, η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.

Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή. Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ο μόσκηνός του. — Τώστριψε; — Τώδωκε απ' την καταρρήχωσι χάμω . . . — Και τον εχούιαξες; . . . Δεν τον επρόκαμες; — Έφαγα κατραπακιά! . . . Α! μα φευγάλα . . . Εφτά μίλια την ώρα! . . .

Όταν δε είδε ότι επέρασαν πολλές ημέρες και εγώ δεν έστειλα να τον ζητήσω και ο Καλλίδης ήτον πάλι μέσα, ο Δημόφαντος ήρχισε ν' ανάβη και μια ημέρα που βρήκε ανοικτή την πόρτα εμπήκε και ήτο έξω φρενών• έκλαιε, μ' εκτύπα, εφοβέριζε να σκοτώση, μου έσχισε το φόρεμα και εις το τέλος μου έδωκε ένα τάλαντον και με είχε οκτώ ολόκληρους μήνες μοναχική.

Βλέπω μια μικρή καρρότσα, με τ' αλογάκια της, που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου. Η πόρτα της εκκλησιάς ήτο ανοικτή. Βλέπω μια γρηά. Ήτον η κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε κ' ηθέλησε να κλείση την πόρτα από μέσα. Θα κατάλαβε απ' την όψι μου πως ήμουν μολεμμένη. Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω·Λίγο νερό! ... δεν είστε χριστιανοί;

Εκτός του παιδός, ουδείς εφαίνετο εν τη αυλή. Εισήλθον εις το πλακόστρωτον και πως δροσερόν κατώγειον — κ' εδώ ούτε ψυχή. Εκάλεσα μετά τινος ανυπομονησίας την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, ουδείς απεκρίθη. Η μικρά προς τον κήπον θύρα εις το βάθος του κατωγείου ήτο, παρά το σύνηθες, ολίγον ανοικτή.

Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε . . . Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές! . . . Καλά που είναι γλυκό το νερό . . . Πού είναι ο άντρας σου, Χριστιανή μου;. . . Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας; Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον εληώνα . . . Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοικτή! . . .