United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούσατε λοιπόν συμβουλάς υπαγορευομένας υπό ειλικρινούς ενδιαφέροντος διά την σωτηρίαν σας και μη απορρίψετε τας ωφελείας της συμμαχίας μας. Σκεφθήτε ότι ισχυροί όντες οι Συρακούσιοι δεν έχουν ανάγκην συμμάχων, διά να σας προσβάλουν, και ότι η προς σας οδός είναι πάντοτε ανοικτή προς αυτούς, ενώ σεις δεν θα ευρίσκετε πολλάκις τοσαύτας επικουρίας, διά να υπερασπίζεσθε.

Η θύρα του σπητιού του ήτον πάντα ανοικτή εις τους πτωχούς· καθημερινώς δεν έλειπε να μοιράζη πλουσιοπαρόχως ελεημοσύνας προς τους Δερβύσιδες, διά να παρακαλούν τον Θεόν να του χαρίση ένα κληρονόμον· έκτισε ξενοδοχεία, Μαρέτια και Μετζίτια, μα του εστάθηκαν ανώφελα.

Η γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ' ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από την κούρασιν. Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο χειμών.

Η αυλόθυρα λοιπόν ήτο ανοικτή, ακριβώς δε εις το μέσον εστέκετο ο Π. με το γνωστόν μου, αγαθόν του εκείνο μειδίαμα. Τον ητένισα κατά πρόσωπον, εκείνος δε άρχισε να γελά την φοράν ταύτην μ' ένα γέλωτα εσωτερικόν, ούτως ειπείν, ως προσπαθών να μη εκραγή. Εγώ δεν έβλεπα γύρω μου, μόνον αυτόν παρετήρουν, με κάποιον μάλιστα φόβον, αν και το πρόσωπόν του ήτο αιθριώτατον, ως ουρανός ανέφελος.

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.

Μπορούσε να ελπίζη πως ο σύζυγός της θα την έβλεπε με την αληθινή της όψη; θα την εδέχετο χωρίς καμμιά προκατάληψη; και θα επιθυμούσε να διαβάση εκείνος στην ψυχή της; Και όμως, πάλι, μπορούσε να προσποιηθή μπροστά στον άντρα της, εμπρός τον οποίον πάντοτε σαν κρύσταλλο ήτανε ανοικτή και ελεύθερη και εις στον οποίον ποτέ δεν έκρυψε κανένα αίσθημά της, ούτε μπορούσε ν' αποκρύψη; Και το ένα και το άλλο της έδινε φροντίδες και την έβαζε σε στενοχώρια· και πάντοτε γύριζαν η σκέψεις της πάλι προς τον Βέρθερο, ο οποίος ήτανε γι' αυτήν χαμένος, τον οποίον, δεν μπορούσε ν' αφήση στον εαυτό του και εις τον οποίον, αν την έχανε, δεν έμενε τίποτε πια.

Η πόλις η ιδική μας είναι ανοικτή εις πάντας και δεν υπάρχει παρ' ημίν νόμος ξενηλασίας, όστις να εμποδίζη τους ξένους από του να μάθουν ή να ίδουν τι από φόβον τάχα ότι εάν, μηδέν απομένη κρυπτόν, ο εχθρός ήθελεν ωφεληθή εξ εκείνου το οποίον έβλεπε.