United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κάλυμμά του, είς επαναστατικός μαύρος κούκος από τον καιρόν τον Θεσσαλικών, είχε πέσει κάτω χωρίς να το εννοήση. — Ακόμα· νάρθη και η Κρατήρα· απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος· και εξηκολούθησε την διήγησίν του : — Λοιπόν που λες, μπορούσα με το κοντάρι να κάμω δρόμο μέσα σε τόσο χιόνι; Έδωσα, έδωσα, κολλήγα μου, ως που έσπασε το ξύλο. Τότε απηλπισμένος άρχισα να φωνάζω· αλλά ποιος να με ακούση!

Αν μπορείτε να το κάμετε έργο ζωής, έργο σπουδής, αν έχετε τη θέληση, θα το καταφέρετε, γιατί απ' όπου κι αν πιάση κανείς τη δουλειά, φτάνει να την πιάση σοβαρά και ξανανιώνει ότι κι αν πιάση. Μου φάνηκε πως τέτοια ιδέα έχετε, και για τούτο μου άρεσαν οι στίχοι σας και για τούτο σας φωνάζω· Ομπρός! Τους διάβασα τρεις φορές, μα πρέπει να σας πω πως το νόημα παστρικά ακόμη δε βγήκε.

Κατ' αρχάς έκαμα να βάλω το κομπόδεμα στην τσέπη μου, ύστερα είπα· «κι αυτοί φτωχοί σαν εμάς είνε, μην τους έπεσε, κ' είνε κρίμα να το κρατήσω». Τους φωνάζω·Μη σας έπεσε κανένα κομπόδεμα!; Τι λογής ήτον, και πόσα λεπτά είχε μέσα; Εψάχτηκαν. — Όχι, μου είπαν δεν μας έπεσε τίποτε... Τότε είπα κ' εγώ, μπορεί νάπεσε καμμιανής που νάχη τον τρόπο της· κισμέτι ήταν ας το κρατήσω.

Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα. — Στοπ! φωνάζω· σταθήτε! Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω.

Βλέπω μια μικρή καρρότσα, με τ' αλογάκια της, που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου. Η πόρτα της εκκλησιάς ήτο ανοικτή. Βλέπω μια γρηά. Ήτον η κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε κ' ηθέλησε να κλείση την πόρτα από μέσα. Θα κατάλαβε απ' την όψι μου πως ήμουν μολεμμένη. Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω·Λίγο νερό! ... δεν είστε χριστιανοί;

Το χιόνι έπεφτε πάντα πυκνό κ' εσκέπαζεν όλα με κρύο σάββανο. Εσκέπαζε ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα. Κατατσακισμένος, ολόβρεχος, επιάστηκα σε μια σπηλάδα, εσκαρφάλωσα επάνω, εξέφυγα του κυμάτου. Τόρα δρόμο για καμμιά καλύβα, λίγη φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξευρα. Φωνάζω· ματαφωνάζω: — Κώστα! Βασίλη! ... Τάραρη!... Τίποτα! ο βόγγος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου.