United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΛΕΞ. Δεν γνωρίζω, Διογένη• διότι δεν επρόφθασα να σκεφθώ τίποτε περί της διαδοχής• μόνον όταν απέθνησκα έδωσα το δακτυλίδι μου. εις τον Περδίκαν. Αλλά διατί γελάς, Διογένη;

Ακούσατέ με, μεγάλοι αυθένται. Η ανακάλυψις την οποίαν έκαμα είναι σπουδαιοτάτη· δεν ευρήκα ακόμη την νεαράν κόρην, αλλά γνωρίζω την οδόν επί της οποίας πρέπει να την ζητήσω. Εστείλατε τους δούλους σας εις όλην την πόλιν. Σας έφεραν την ελαχίστην ένδειξιν; Όχι! Εγώ μόνος σας έδωσα μίαν.

Πείτε, με το χέρι στην καρδιά, σας τα έδωσα εκείνα τα χρήματα ή όχι; Ο φίλος μου απάντησε: ναι. – Τότε ο λιμενάρχης είπε: Ας προσπαθήσουμε να διορθώσουμε την κατάσταση. Εγώ δεν θέλω την καταστροφή σας. Ελάτε σπίτι μου, να η διεύθυνσή μου. Ελάτε αύριο και μαζί θα πάμε στους ανωτέρους σας. –Εντάξει! Την άλλη μέρα όμως ο φίλος μου δεν πήγε. Φοβήθηκε. Φοβήθηκε.

Μου έδωσε μια συναλλαγματική υπογραμμένη από τον ντον Πρέντου. Πώς μπορούσα να πω όχι; Έπειτα γύρισε εδώ. Μου είπε ότι τα λεφτά από τη Ρώμη τα έπαιξε με τον Μιλέζο και έχασε. Εγώ του είπα ότι θα πήγαινα την συναλλαγματική στον ντον Πρέντου. Τότε φοβήθηκε και μου έφερε μιαν άλλη με την υπογραφή της ντόνας Έστερ. Κι έτσι του έδωσα και άλλα χρήματα.

Σηκώσου, Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν ημπορής να επαινεθής τόσον διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν είναι πλέον μία απόκτησις τόσον πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα των ιερέων και των εδικών μου που τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά διαμαντικά.

Εγώ βλέποντας την κόρην τόσον ωραίαν, συνεπέρανα ότι θα είνε και ο αδελφός της παρόμοιος εις την ευμορφιάν, καθώς και ήτο και της έδωσα τον λόγον μου.

Την επόμενη στιγμή όμως πέσανε μερικοί επάνω τους και οι στριγκλιές των γυναικών ενώθηκαν με τα γέλια των αντρών. «Εγώ πάντως θα ήθελα να ξέρω πώς τα κατάφερε να τον δει!» «Αφού δεν είναι τυφλός! Ο διάολος να τους πάρει, προσποιούνται όλοι, από τον πρώτο ως τον τελευταίο.» «Κι εγώ που του έδωσα τρεις φορές από εννέα ρεάλια!

Αυτή η βασιλοπούλα μου έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα.

Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου εζήτησε την εικόνα και του την έδωσα.

Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της γυναικός μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον να ήνε . . . Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του. — Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν μέση τη οδώ.